προλεσχηνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=s'entretenir auparavant : τινι [[περί]] τινος de qch avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λέσχη]].
|btext=s'entretenir auparavant : τινι [[περί]] τινος de qch avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λέσχη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προλεσχηνεύομαι''': ἀποθ., προλαλῶ, προδιαλέγομαι, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Ἡρόδ. 6. 4.
|elnltext=προλεσχηνεύομαι [πρόλεσχος] van tevoren besprekingen houden.
}}
{{elru
|elrutext='''προλεσχηνεύομαι:''' [[ранее беседовать]] (τινι περί τινος Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προλεσχηνεύομαι:''' αποθ., [[συνδιαλέγομαι]] με κάποιον από [[πριν]], με δοτ. προσ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προλεσχηνεύομαι:''' αποθ., [[συνδιαλέγομαι]] με κάποιον από [[πριν]], με δοτ. προσ., σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προλεσχηνεύομαι:''' [[ранее беседовать]] (τινι περί τινος Her.).
|lstext='''προλεσχηνεύομαι''': ἀποθ., προλαλῶ, προδιαλέγομαι, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Ἡρόδ. 6. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=προλεσχηνεύομαι [πρόλεσχος] van tevoren besprekingen houden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[hold]] conversations with one [[before]], c. dat. pers., Hdt.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[hold]] conversations with one [[before]], c. dat. pers., Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλεσχηνεύομαι Medium diacritics: προλεσχηνεύομαι Low diacritics: προλεσχηνεύομαι Capitals: ΠΡΟΛΕΣΧΗΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: proleschēneúomai Transliteration B: proleschēneuomai Transliteration C: proleschineyomai Beta Code: prolesxhneu/omai

English (LSJ)

converse first, hold conversations with one before, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Hdt.6.4.

German (Pape)

[Seite 732] vorher plaudern, reden mit Einem, τινί, Her. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

s'entretenir auparavant : τινι περί τινος de qch avec qqn.
Étymologie: πρό, λέσχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προλεσχηνεύομαι [πρόλεσχος] van tevoren besprekingen houden.

Russian (Dvoretsky)

προλεσχηνεύομαι: ранее беседовать (τινι περί τινος Her.).

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) συζητώ, συνομιλώ προηγουμένως («προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεσχηνεύω «συζητώ, συνομιλώ»].

Greek Monotonic

προλεσχηνεύομαι: αποθ., συνδιαλέγομαι με κάποιον από πριν, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προλεσχηνεύομαι: ἀποθ., προλαλῶ, προδιαλέγομαι, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Ἡρόδ. 6. 4.

Middle Liddell


Dep. to hold conversations with one before, c. dat. pers., Hdt.