προαγόρευσις: Difference between revisions
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />prédiction.<br />'''Étymologie:''' [[προαγορεύω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />prédiction.<br />'''Étymologie:''' [[προαγορεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προαγόρευσις -εως, ἡ [προαγορεύω] voorspelling. waarschuwing. Plut. CMi 49.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προᾰγόρευσις:''' εως ἡ [[предвещание]], [[предсказание]] Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προᾰγόρευσις:''' ἡ, [[ομιλία]] εκ των προτέρων, [[διακήρυξη]] από [[πριν]], σε Αριστ., σε Πλουτ. | |lsmtext='''προᾰγόρευσις:''' ἡ, [[ομιλία]] εκ των προτέρων, [[διακήρυξη]] από [[πριν]], σε Αριστ., σε Πλουτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προᾰγόρευσις''': ἡ, τὸ προαγορεύειν, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 10, Πλουτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. [[προκήρυξις]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 26. 2) = [[πρόρρησις]] ΙΙ. 2, Πολυδ. Η΄, 66. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[προαγόρευσις]]· [[προφητεία]]». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προᾰγόρευσις, εως,<br />a stating [[beforehand]], Arist., Plut. | |mdlsjtxt=προᾰγόρευσις, εως,<br />a stating [[beforehand]], Arist., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A foretelling, Arist.Po. 1454b5; prophecy, prediction, Diogenian.Epicur.4.18 (pl.), J.Ap.1.29, BJ2.8.12 (pl.), Plu.Sull.7 (pl.); prognosis, Hp.Aph.2.19 (pl., v.l.). II proclamation, App.BC1.26; warning, prohibition, J.AJ18.8.2, 18.9.2, Poll.8.66.
German (Pape)
[Seite 704] ἡ, das Vorhersagen; Hippocr.; Arist. poet. 15; Plut. Syll. 7 orac. def. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prédiction.
Étymologie: προαγορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προαγόρευσις -εως, ἡ [προαγορεύω] voorspelling. waarschuwing. Plut. CMi 49.1.
Russian (Dvoretsky)
προᾰγόρευσις: εως ἡ предвещание, предсказание Arst., Plut.
Greek Monolingual
-εύσεως, ή, ΜΑ προαγορεύω
προφητεία
αρχ.
1. η ενέργεια του προαγορεύω, το να λέει κανείς κάτι εκ τών προτέρων, να προλέγει
2. πρόγνωση
3. προκήρυξη
4. απαγόρευση συμμετοχής στα ιερά και στην αγορά τών κατηγορουμένων για φόνο ώσπου να εκδοθεί η δικαστική απόφαση.
Greek Monotonic
προᾰγόρευσις: ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε Αριστ., σε Πλουτ.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰγόρευσις: ἡ, τὸ προαγορεύειν, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 10, Πλουτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. προκήρυξις, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 26. 2) = πρόρρησις ΙΙ. 2, Πολυδ. Η΄, 66. ― Καθ’ Ἡσύχ. «προαγόρευσις· προφητεία».
Middle Liddell
προᾰγόρευσις, εως,
a stating beforehand, Arist., Plut.