παιδευτός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre.<br />'''Étymologie:''' [[παιδεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre.<br />'''Étymologie:''' [[παιδεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παιδευτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μάθῃ διὰ διδασκαλίας, ἀρετὴν παιδευτὴν [[εἶναι]] Πλάτ. Πρωτ. 324Β.
|elnltext=παιδευτός -ή -όν [παιδεύω] leerbaar, onderwijsbaar.
}}
{{elru
|elrutext='''παιδευτός:''' [[приобретаемый воспитанием]], [[воспитуемый]] ([[ἀρετή]] Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παιδευτός:''' -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μάθει, να κερδίσει από την [[εκπαίδευση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''παιδευτός:''' -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μάθει, να κερδίσει από την [[εκπαίδευση]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παιδευτός:''' [[приобретаемый воспитанием]], [[воспитуемый]] ([[ἀρετή]] Plat.).
|lstext='''παιδευτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μάθῃ διὰ διδασκαλίας, ἀρετὴν παιδευτὴν [[εἶναι]] Πλάτ. Πρωτ. 324Β.
}}
{{elnl
|elnltext=παιδευτός -ή -όν [παιδεύω] leerbaar, onderwijsbaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδευτός Medium diacritics: παιδευτός Low diacritics: παιδευτός Capitals: ΠΑΙΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: paideutós Transliteration B: paideutos Transliteration C: paideftos Beta Code: paideuto/s

English (LSJ)

ή, όν, to be gaincd by education, παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Pl.Prt.324b.

German (Pape)

[Seite 440] erzogen, zu erziehen, durch Erziehung anzueignen, ἀρετὴν παιδευτὴν εἰναι, Plat. Prot. 324 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut apprendre.
Étymologie: παιδεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδευτός -ή -όν [παιδεύω] leerbaar, onderwijsbaar.

Russian (Dvoretsky)

παιδευτός: приобретаемый воспитанием, воспитуемый (ἀρετή Plat.).

Greek Monolingual

παιδευτός, -ή, -όν (Α) παιδεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να μάθει με διδασκαλία, αυτός που αποκτάται με εκπαίδευση («παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν», Πλάτ.)
2. ο επιδεκτικός παιδεύσεως.

Greek Monotonic

παιδευτός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μάθει, να κερδίσει από την εκπαίδευση, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδευτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μάθῃ διὰ διδασκαλίας, ἀρετὴν παιδευτὴν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 324Β.

Middle Liddell

παιδευτός, ή, όν
to be gained by education, Plat. [from παιδεύω

English (Woodhouse)

that may be taught

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)