πτολίπορθος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]].
|btext=ος, ον :<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτολίπορθος''': [ῐ], -ον, ([[πέρθω]]) ὁ πορθῶν ἢ κυριεύων πόλεις, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Υ. 152, Ἡσ. Θ. 936· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ὀϊλέως, Ἰλ. Β. 278, 728· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ο. 77. κτλ.· [[ὡσαύτως]], πτ. μάχαι Πινδ. Ο. 8. 46· πτολίπορθον στίχα Μήδων Σιμωνίδ. 136· - [[ὡσαύτως]] [[πτολιπόρθης]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 473. - Ὁ [[τύπος]] [[πολίπορθος]] [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται· [[διότι]] ὀρθῶς διωρθώθη πτολίπορθ’ (κλητ.) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 783· πρβλ. [[πτόλις]].
|elnltext=[[πτολίπορθος]] en [[πτολιπόρθιος]] -ον [πτόλις, πέρθω] [[verwoester van steden]].
}}
{{elru
|elrutext='''πτολίπορθος:''' (ῐ) [[разрушающий города]] ([[Ἄρης]], [[Ὀδυσσεύς]] Hom.; μάχαι Pind.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πτολίπορθος:''' [ῐ], -ον ([[πέρθω]]), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
|lsmtext='''πτολίπορθος:''' [ῐ], -ον ([[πέρθω]]), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτολίπορθος:''' () [[разрушающий города]] ([[Ἄρης]], [[Ὀδυσσεύς]] Hom.; μάχαι Pind.).
|lstext='''πτολίπορθος''': [ῐ], -ον, ([[πέρθω]]) ὁ πορθῶν ἢ κυριεύων πόλεις, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Υ. 152, Ἡσ. Θ. 936· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ὀϊλέως, Ἰλ. Β. 278, 728· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ο. 77. κτλ.· [[ὡσαύτως]], πτ. μάχαι Πινδ. Ο. 8. 46· πτολίπορθον στίχα Μήδων Σιμωνίδ. 136· - [[ὡσαύτως]] [[πτολιπόρθης]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 473. - Ὁ [[τύπος]] [[πολίπορθος]] [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται· [[διότι]] ὀρθῶς διωρθώθη πτολίπορθ’ (κλητ.) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 783· πρβλ. [[πτόλις]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[πτολίπορθος]] en [[πτολιπόρθιος]] -ον [πτόλις, πέρθω] [[verwoester van steden]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πτολί-˘πορθος, ον, [[πέρθω]]<br />sacking or [[wasting]] cities, Il., Pind.
|mdlsjtxt=πτολί-˘πορθος, ον, [[πέρθω]]<br />sacking or [[wasting]] cities, Il., Pind.
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολῐ́πορθος Medium diacritics: πτολίπορθος Low diacritics: πτολίπορθος Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΟΣ
Transliteration A: ptolíporthos Transliteration B: ptoliporthos Transliteration C: ptoliporthos Beta Code: ptoli/porqos

English (LSJ)

ον, (πέρθω) destroyer of cities, sacking cities or wasting cities, epithet of Ares, Il.20.152, Hes.Th.936; of Odysseus and Oïleus, Il.2.278,728; of Achilles, 15.77, etc.; also of Heracles, Tab.Defix. in Stud.Ital.2(1922).394 (Cret., iv/iii B.C.); π. μάχαι Pi.O.8.35; πτολίπορθον στίχα Μήδων Epigr. ap. D.S.11.14:— also πτολιπόρθης, ου, ὁ, A.Ag.472 (lyr.); as pr.n. of a son of Odysseus, Paus.8.12.6:—the form πολίπορθος never occurs, for πτολίπορθ' (voc.) is rightly restored in A.Ag.783 (lyr.); cf. sq.

German (Pape)

[Seite 811] Städte zerstörend, der Städteeroberer, -zerstörer; Oileus, Il. 2, 728; Ἐνυώ, 5, 333; Ares, 20, 152; oft vom Achilleus, u. in der Od. vom Odysseus; Pind. vrbdt πτολιπόρθοις ἐν μάχαις, Ol. 8, 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτολίπορθος en πτολιπόρθιος -ον [πτόλις, πέρθω] verwoester van steden.

Russian (Dvoretsky)

πτολίπορθος: (ῐ) разрушающий города (Ἄρης, Ὀδυσσεύς Hom.; μάχαι Pind.).

English (Autenrieth)

(πέρθω): sacker of cities, epithet of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).

English (Slater)

πτολίπορθος, -ον city destroying πτολιπόρθοις ἐν μάχαις (O. 8.35)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εκπορθεί, που κυριεύει και λεηλατεί πόλεις (α. «πτολίπορθον στίχα Μήδων», Διόδ. Σικ.
β. «πτολιπόρθοις ἐν μάχαις», Πίνδ.
γ. «λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. του πόλις + -πορθος (< πέρθω «ερημώνω, αφανίζω, λεηλατώ»)].

Greek Monotonic

πτολίπορθος: [ῐ], -ον (πέρθω), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πτολίπορθος: [ῐ], -ον, (πέρθω) ὁ πορθῶν ἢ κυριεύων πόλεις, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Υ. 152, Ἡσ. Θ. 936· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ὀϊλέως, Ἰλ. Β. 278, 728· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ο. 77. κτλ.· ὡσαύτως, πτ. μάχαι Πινδ. Ο. 8. 46· πτολίπορθον στίχα Μήδων Σιμωνίδ. 136· - ὡσαύτως πτολιπόρθης Αἰσχύλ. Ἀγ. 473. - Ὁ τύπος πολίπορθος οὐδαμοῦ εὕρηται· διότι ὀρθῶς διωρθώθη πτολίπορθ’ (κλητ.) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 783· πρβλ. πτόλις.

Middle Liddell

πτολί-˘πορθος, ον, πέρθω
sacking or wasting cities, Il., Pind.