προφυράω: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br />pétrir d'avance <i>ou</i> auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φυράω]]. | |btext=-ῶ :<br />pétrir d'avance <i>ou</i> auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φυράω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προ-φυράω vooraf kneden; pass..; μᾶζα προφυρηθεῖσα tevoren gekneed gerstebrood Hp. Vict. 2.40; overdr.. προπεφύραται λόγος εἷς μοι een bijzondere speech is door mij van tevoren door en door gekneed Aristoph. Av. 462. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προφῡράω:''' досл. заранее месить, перен. подготовлять (ἔστιν [[κακόν]] μοι [[μέγα]] τι προπεφυραμένον Arph.): προπεφύραται [[λόγος]] Arph. речь уже готова. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προφῡράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακατεύω]] ή [[ζυμώνω]] από [[πριν]]· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται [[λόγος]], ο [[λόγος]] είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''προφῡράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακατεύω]] ή [[ζυμώνω]] από [[πριν]]· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται [[λόγος]], ο [[λόγος]] είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προφῡράω''': ζυμώνω πρότερον· [[ὅπως]] ἐν τῷ παθ., [[μᾶζα]] προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται [[λόγος]], ὁ [[λόγος]] ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to mix up or [[knead]] [[beforehand]]: metaph. in Pass., προπεφύραται [[λόγος]] the [[speech]] is all [[ready]] concocted or brewed, Ar. | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to mix up or [[knead]] [[beforehand]]: metaph. in Pass., προπεφύραται [[λόγος]] the [[speech]] is all [[ready]] concocted or brewed, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:59, 2 October 2022
English (LSJ)
A knead beforehand:—Pass., μᾶζα προφυρηθεῖσα Hp. Vict.2.40; also, to be steeped beforehand, οἴνῳ, ὕδατι, Thphr.Od. 23. II metaph., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted, Ar.Av.462; ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον there's a mischief ready brewed for me, Id.Th.75.
German (Pape)
[Seite 798] vorher einrühren; Hippocr. u. Sp.; Ar. Av. 462 übertr., προπεφύραται λόγος, die Rede ist im voraus eingerührt, und Thesm. 75, κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστίν, es ist mir ein Unglück eingerührt, bereitet.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pétrir d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, φυράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-φυράω vooraf kneden; pass..; μᾶζα προφυρηθεῖσα tevoren gekneed gerstebrood Hp. Vict. 2.40; overdr.. προπεφύραται λόγος εἷς μοι een bijzondere speech is door mij van tevoren door en door gekneed Aristoph. Av. 462.
Russian (Dvoretsky)
προφῡράω: досл. заранее месить, перен. подготовлять (ἔστιν κακόν μοι μέγα τι προπεφυραμένον Arph.): προπεφύραται λόγος Arph. речь уже готова.
Greek Monotonic
προφῡράω: μέλ. -ήσω, ανακατεύω ή ζυμώνω από πριν· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται λόγος, ο λόγος είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προφῡράω: ζυμώνω πρότερον· ὅπως ἐν τῷ παθ., μᾶζα προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται λόγος, ὁ λόγος ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.
Middle Liddell
fut. ήσω
to mix up or knead beforehand: metaph. in Pass., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted or brewed, Ar.