σιτοδόκος: Difference between revisions
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit <i>ou</i> contient du blé <i>ou</i> des aliments.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[δέκομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />qui reçoit <i>ou</i> contient du blé <i>ou</i> des aliments.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[δέκομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σιτοδόκος -ον [σῖτος, δέχομαι] graanopnemend; subst. τὸ σιτοδόκον graanopslagplaats. Hp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑτοδόκος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[принимающий пищу]] ([[γαστήρ]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[содержащий продовольствие]] ([[πήρα]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σῑτοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή [[σιτηρά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''σῑτοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή [[σιτηρά]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σῑτοδόκος''': -ον, ὁ περιλαμβάνων, περιέχων τροφήν, [[πήρα]], γαστὴρ Ἀνθ. Π. 6. 95., 11. 60. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σῑτο-[[δόκος]], ον, [[δέχομαι]]<br />holding [[food]], Anth. | |mdlsjtxt=σῑτο-[[δόκος]], ον, [[δέχομαι]]<br />holding [[food]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A receptive of corn or bread, πήρα, γαστήρ, AP6.95 (Antiphil.), 11.60 (Paul. Sil.); later σῑτο-δόχος (q.v.). II Subst. σιτοδόκος, ὁ, keeper of corn, Hp.Epid.4.25.
German (Pape)
[Seite 885] Getreide, Brot oder sonst Nahrung aufnehmend, enthaltend; γαστήρ, Paul. Sil. 40 (XI, 60); πήρα, Antiphil. 4 (VI, 95).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit ou contient du blé ou des aliments.
Étymologie: σῖτος, δέκομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτοδόκος -ον [σῖτος, δέχομαι] graanopnemend; subst. τὸ σιτοδόκον graanopslagplaats. Hp.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοδόκος:
1) принимающий пищу (γαστήρ Anth.);
2) содержащий продовольствие (πήρα Anth.).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και σιτοδόχος, Μ
1. αυτός στον οποίο τοποθετείται σιτάρι («πήραν μέτρου σιτοδόκον», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που δέχεται την τροφή («σιτοδόχος γαστήρ», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δόκος / -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος: ξενο-δόχος].
Greek Monotonic
σῑτοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή σιτηρά, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοδόκος: -ον, ὁ περιλαμβάνων, περιέχων τροφήν, πήρα, γαστὴρ Ἀνθ. Π. 6. 95., 11. 60.