σιτομέτρης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />inspecteur des mesures pour le blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[μέτρον]].
|btext=ου (ὁ) :<br />inspecteur des mesures pour le blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[μέτρον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῑτομέτρης''': -ου, ὁ, μετρῶν καὶ παρέχων μερίδας σίτου ἢ τροφῶν, [[τροφοδότης]], Βυζ. 2) [[ὑπάλληλος]] ἔχων [[ἔργον]] νὰ ἐπιθεωρῇ τὰ μέτρα τοῦ σίτου, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 18, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.
|elnltext=σιτομέτρης -ου, ὁ [σῖτος, μέτρον] inspecteur van de graanrantsoenen.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτομέτρης:''' ου ὁ ситометр (должностное лицо по наблюдению за правильностью продовольственных мер и пайков) Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σῑτομέτρης:''' -ου, ὁ ([[μετρέω]]), αυτός που ζυγίζει και μοιράζει [[σιτάρι]] ή [[δημητριακά]]· [[αξιωματούχος]] επιφορτισμένος με την [[επιθεώρηση]] των [[σταθμών]] (των μέτρων) των σιτηρών, σε Αριστ.
|lsmtext='''σῑτομέτρης:''' -ου, ὁ ([[μετρέω]]), αυτός που ζυγίζει και μοιράζει [[σιτάρι]] ή [[δημητριακά]]· [[αξιωματούχος]] επιφορτισμένος με την [[επιθεώρηση]] των [[σταθμών]] (των μέτρων) των σιτηρών, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῑτομέτρης:''' ου ὁ ситометр (должностное лицо по наблюдению за правильностью продовольственных мер и пайков) Arst.
|lstext='''σῑτομέτρης''': -ου, ὁ, ὁ μετρῶν καὶ παρέχων μερίδας σίτου ἢ τροφῶν, [[τροφοδότης]], Βυζ. 2) [[ὑπάλληλος]] ἔχων [[ἔργον]] νὰ ἐπιθεωρῇ τὰ μέτρα τοῦ σίτου, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 18, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.
}}
{{elnl
|elnltext=σιτομέτρης -ου, ὁ [σῖτος, μέτρον] inspecteur van de graanrantsoenen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑτο-μέτρης, ου, ὁ, [[μετρέω]]<br />one who measures out [[corn]]: a [[magistrate]] who had to [[inspect]] the [[corn]] measures, Arist.
|mdlsjtxt=σῑτο-μέτρης, ου, ὁ, [[μετρέω]]<br />one who measures out [[corn]]: a [[magistrate]] who had to [[inspect]] the [[corn]] measures, Arist.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτομέτρης Medium diacritics: σιτομέτρης Low diacritics: σιτομέτρης Capitals: ΣΙΤΟΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: sitométrēs Transliteration B: sitometrēs Transliteration C: sitometris Beta Code: sitome/trhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who measures and deals out corn or provisions, PTeb.701.296 (iii B.C.), Sammelb.4623 (ii/i B.C.). 2 magistrate who inspected corn-measures, Hyp.Fr.271a, Arist.Pol. 1299a23.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, 1) der Getreide, übh. Lebensmittel zumißt, austheilt, Proviantmeister? – 2) eine Obrigkeit, die auf Richtigkeit der Getreidemaaße zu sehen hat; Arist. pol. 4, 15; Hyperid. bei Poll. 7, 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
inspecteur des mesures pour le blé.
Étymologie: σῖτος, μέτρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτομέτρης -ου, ὁ [σῖτος, μέτρον] inspecteur van de graanrantsoenen.

Russian (Dvoretsky)

σῑτομέτρης: ου ὁ ситометр (должностное лицо по наблюдению за правильностью продовольственных мер и пайков) Arst.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που μετρούσε και μοίραζε τις μερίδες ψωμιού και άλλων τροφίμων
2. ο αρμόδιος να ελέγχει την ακρίβεια τών μέτρων τών σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -μέτρης (< μέτρον)].

Greek Monotonic

σῑτομέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που ζυγίζει και μοιράζει σιτάρι ή δημητριακά· αξιωματούχος επιφορτισμένος με την επιθεώρηση των σταθμών (των μέτρων) των σιτηρών, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν καὶ παρέχων μερίδας σίτου ἢ τροφῶν, τροφοδότης, Βυζ. 2) ὑπάλληλος ἔχων ἔργον νὰ ἐπιθεωρῇ τὰ μέτρα τοῦ σίτου, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 18, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.

Middle Liddell

σῑτο-μέτρης, ου, ὁ, μετρέω
one who measures out corn: a magistrate who had to inspect the corn measures, Arist.