στάγμα: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />liquide coulant goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />liquide coulant goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στάγμα -ατος, τό [στάζω] druppel. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στάγμα:''' ατος τό досл. капля, поэт. струя, влага: τῆς ἀνθεμουργοῦ σ. Aesch. = [[μέλι]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''στάγμα:''' -ατος, τό ([[στάζω]]), [[σταγόνα]], [[απόσταγμα]], [[σταλαγματιά]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''στάγμα:''' -ατος, τό ([[στάζω]]), [[σταγόνα]], [[απόσταγμα]], [[σταλαγματιά]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στάγμα''': τό, τὸ σταζόμενον, [[σταγών]], [[ἀπόσταγμα]], τῆς ἀνθεμουργοῦ στ., δηλ. [[μέλι]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 612˙ μίλτειον στ. Ἀνθ. Π. 6. 103. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, that which drips, τῆς ἀνθεμουργοῦ σ., i.e. honey, A.Pers.612; μίλτειον σ., v. μίλτειος; perfume, aromatic oil, Ostr. Bodl. i 346 (ii/i B.C.), POxy.155.3 (vi A.D.); τὸ ἀπὸ τῶν φοινίκων σ. Aët.8.22, cf. 23.
German (Pape)
[Seite 926] τό, Tropfen, Getröpfel; τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα, μέλι, Aesch. Pers. 604; μιλτεῖον, Philp. 15 (VI, 103).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
liquide coulant goutte à goutte.
Étymologie: στάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάγμα -ατος, τό [στάζω] druppel.
Russian (Dvoretsky)
στάγμα: ατος τό досл. капля, поэт. струя, влага: τῆς ἀνθεμουργοῦ σ. Aesch. = μέλι.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και στάμα Ν
η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα του κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.)
νεοελλ.
1. απόσταγμα
2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές
μσν.-αρχ.
μύρο, αρωματικό έλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ- του στάζω (πρβλ. ἐστάγην, σταγόνα) + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
στάγμα: -ατος, τό (στάζω), σταγόνα, απόσταγμα, σταλαγματιά, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
στάγμα: τό, τὸ σταζόμενον, σταγών, ἀπόσταγμα, τῆς ἀνθεμουργοῦ στ., δηλ. μέλι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 612˙ μίλτειον στ. Ἀνθ. Π. 6. 103.
Middle Liddell
στάγμα, ατος, τό, στάζω
a drop, distilment, Aesch.