προσωφελέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />venir en aide à, τινι ; <i>en parl. de guerre</i> venir au secours de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὠφελέω]].
|btext=-ῶ :<br />venir en aide à, τινι ; <i>en parl. de guerre</i> venir au secours de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὠφελέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσωφελέω''': βοηθῶ, ὠφελῶ [[προσέτι]], συντελῶ πρὸς βοήθειάν τινος, τινα Ἡρόδ. 9. 68, Εὐρ. Ἡρακλ. 34· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ὡς τὸ [[ἐπωφελέω]], Ἡρόδ. 9. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 41, Ἡρακλ. 330· ἀπολ., Διον. Ἁλ. 8. 74· προσωφελῶ ἐς τὸ εὔσαρκον, συντελῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ [[βραχίων]] τι προσωφελέεται ἐς εὐσαρκίην, κερδαίνει τι [[πρός]]…, [[αὐτόθι]].
|elnltext=προσ-ωφελέω meehelpen, assisteren, met acc. of dat.
}}
{{elru
|elrutext='''προσωφελέω:''' [[приходить на помощь]], [[помогать]] (τινα и τινι Her., Eur.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσωφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] ή [[επικουρώ]] [[επιπλέον]], [[συνεισφέρω]] [[βοήθεια]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως [[ἐπωφελέω]], σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''προσωφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] ή [[επικουρώ]] [[επιπλέον]], [[συνεισφέρω]] [[βοήθεια]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως [[ἐπωφελέω]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσωφελέω:''' [[приходить на помощь]], [[помогать]] (τινα и τινι Her., Eur.).
|lstext='''προσωφελέω''': βοηθῶ, ὠφελῶ [[προσέτι]], συντελῶ πρὸς βοήθειάν τινος, τινα Ἡρόδ. 9. 68, Εὐρ. Ἡρακλ. 34· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ὡς τὸ [[ἐπωφελέω]], Ἡρόδ. 9. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 41, Ἡρακλ. 330· ἀπολ., Διον. Ἁλ. 8. 74· προσωφελῶ ἐς τὸ εὔσαρκον, συντελῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ [[βραχίων]] τι προσωφελέεται ἐς εὐσαρκίην, κερδαίνει τι [[πρός]]…, [[αὐτόθι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ωφελέω meehelpen, assisteren, met acc. of dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] or [[assist]] [[besides]], [[contribute]] to [[assist]], τινά Hdt., Eur.; also c. dat., like [[ἐπωφελέω]], Hdt., Eur.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] or [[assist]] [[besides]], [[contribute]] to [[assist]], τινά Hdt., Eur.; also c. dat., like [[ἐπωφελέω]], Hdt., Eur.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωφελέω Medium diacritics: προσωφελέω Low diacritics: προσωφελέω Capitals: ΠΡΟΣΩΦΕΛΕΩ
Transliteration A: prosōpheléō Transliteration B: prosōpheleō Transliteration C: prosofeleo Beta Code: proswfele/w

English (LSJ)

help, assist besides, contribute to assist, τινας Hdt.9.68; σε PSI4.400.5 (iii B.C.): c. dat., Hdt.9.103, E.Alc.41, Heracl. 330: abs., ib.34, D.H.8.74; μέγα π. ἐς τὸ εὔσαρκον contribute to it, Hp.Art.53:—Pass., ὁ βραχίων τι προσωφελεῖται ἐς εὐσαρκίην gains something towards it, ibid.

German (Pape)

[Seite 790] dazu, dabei, mit helfen, beistehen; τοῖς ἀμηχάνοις, Eur. Heracl. 331; Alc. 42 u. öfter; bes. im Kriege Beistand leisten, τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 103; aber τοὺς φεύγοντας 9, 68; προσωφελητέον, Xen. Ages. 12; Folgde, wie Arr. An. 1, 8; D. Hal. 8, 74, im Kriege Hülfe leisten.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir en aide à, τινι ; en parl. de guerre venir au secours de, τινι.
Étymologie: πρός, ὠφελέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ωφελέω meehelpen, assisteren, met acc. of dat.

Russian (Dvoretsky)

προσωφελέω: приходить на помощь, помогать (τινα и τινι Her., Eur.).

Greek Monotonic

προσωφελέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ ή επικουρώ επιπλέον, συνεισφέρω βοήθεια, τινά, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως ἐπωφελέω, σε Ηρόδ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

προσωφελέω: βοηθῶ, ὠφελῶ προσέτι, συντελῶ πρὸς βοήθειάν τινος, τινα Ἡρόδ. 9. 68, Εὐρ. Ἡρακλ. 34· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὡς τὸ ἐπωφελέω, Ἡρόδ. 9. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 41, Ἡρακλ. 330· ἀπολ., Διον. Ἁλ. 8. 74· προσωφελῶ ἐς τὸ εὔσαρκον, συντελῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ βραχίων τι προσωφελέεται ἐς εὐσαρκίην, κερδαίνει τι πρός…, αὐτόθι.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help or assist besides, contribute to assist, τινά Hdt., Eur.; also c. dat., like ἐπωφελέω, Hdt., Eur.