στρυφνότης: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> saveur âcre, acerbe;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> caractère âpre, morose.<br />'''Étymologie:''' [[στρυφνός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> saveur âcre, acerbe;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> caractère âpre, morose.<br />'''Étymologie:''' [[στρυφνός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρυφνότης''': -ητος, ἡ, τραχεῖα, στρυφνὴ [[γεῦσις]], «στυφάδα», «ξινάδα»,· Ἀριστ. Κατηγ. 8, 8, Προβλ. 1. 42, 4. ΙΙ. μεταφορ., [[τραχύτης]] ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34· στρ. περὶ τὸ [[ἦθος]] Πλουτ. Μάρ. 2.
|elnltext=στρυφνότης -ητος, ἡ [στρυφνός] zuurheid; ook overdr. van iems. karakter zuurheid, norsheid. Plut. Mar. 2.1.
}}
{{elru
|elrutext='''στρυφνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[терпкость]], [[вяжущий вкус]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[угрюмость]], [[мрачность]] (περὶ τὸ [[ἦθος]] Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρυφνότης:''' -ητος, ἡ, [[οξεία]], δριμεία, [[στυφή]] [[γεύση]]· μεταφ., [[τραχύτητα]], [[δυστροπία]] χαρακτήρα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''στρυφνότης:''' -ητος, ἡ, [[οξεία]], δριμεία, [[στυφή]] [[γεύση]]· μεταφ., [[τραχύτητα]], [[δυστροπία]] χαρακτήρα, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρυφνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[терпкость]], [[вяжущий вкус]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[угрюмость]], [[мрачность]] (περὶ τὸ [[ἦθος]] Plut.).
|lstext='''στρυφνότης''': -ητος, , τραχεῖα, στρυφνὴ [[γεῦσις]], «στυφάδα», «ξινάδα»,· Ἀριστ. Κατηγ. 8, 8, Προβλ. 1. 42, 4. ΙΙ. μεταφορ., [[τραχύτης]] ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34· στρ. περὶ τὸ [[ἦθος]] Πλουτ. Μάρ. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=στρυφνότης -ητος, ἡ [στρυφνός] zuurheid; ook overdr. van iems. karakter zuurheid, norsheid. Plut. Mar. 2.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρυφνότης]], ητος, ἡ,<br />a [[rough]], [[harsh]] [[taste]]: metaph. [[harshness]] of [[temper]], Plut.
|mdlsjtxt=[[στρυφνότης]], ητος, ἡ,<br />a [[rough]], [[harsh]] [[taste]]: metaph. [[harshness]] of [[temper]], Plut.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρυφνότης Medium diacritics: στρυφνότης Low diacritics: στρυφνότης Capitals: ΣΤΡΥΦΝΟΤΗΣ
Transliteration A: stryphnótēs Transliteration B: stryphnotēs Transliteration C: stryfnotis Beta Code: strufno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A rough, harsh taste, sourness, Arist.Cat.9a30, Pr.864b5: pl., Diocl.Fr.138, Gal.6.465. II metaph., harshness of style, prob. in D.H.Dem.34 (στριφνότης (q.v.) codd.); περὶ τὸ ἦθος Plu.Mar.2.

German (Pape)

[Seite 957] ητος, ἡ, zusammenziender, herber, saurer Geschmack, Theophr. u. Plut.; u. übertr., sauertöpfisches, mürrisches Wesen, Plut. Mar. 2; aber στρ. τῆς λέξεως ist = das durchdringende, D. Hal. de Dem. vi 34.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 saveur âcre, acerbe;
2 fig. caractère âpre, morose.
Étymologie: στρυφνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρυφνότης -ητος, ἡ [στρυφνός] zuurheid; ook overdr. van iems. karakter zuurheid, norsheid. Plut. Mar. 2.1.

Russian (Dvoretsky)

στρυφνότης: ητος ἡ
1) терпкость, вяжущий вкус Arst., Plut.;
2) угрюмость, мрачность (περὶ τὸ ἦθος Plut.).

Greek Monotonic

στρυφνότης: -ητος, ἡ, οξεία, δριμεία, στυφή γεύση· μεταφ., τραχύτητα, δυστροπία χαρακτήρα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στρυφνότης: -ητος, ἡ, τραχεῖα, στρυφνὴ γεῦσις, «στυφάδα», «ξινάδα»,· Ἀριστ. Κατηγ. 8, 8, Προβλ. 1. 42, 4. ΙΙ. μεταφορ., τραχύτης ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34· στρ. περὶ τὸ ἦθος Πλουτ. Μάρ. 2.

Middle Liddell

στρυφνότης, ητος, ἡ,
a rough, harsh taste: metaph. harshness of temper, Plut.