συγκεχυμένως: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>adv.</i><br />confusément.<br />'''Étymologie:''' συγκέχυμαι, <i>pf. Pass. de</i> [[συγχέω]]. | |btext=<i>adv.</i><br />confusément.<br />'''Étymologie:''' συγκέχυμαι, <i>pf. Pass. de</i> [[συγχέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συγκεχυμένως, adv. van het ptc. perf. med.-pass. van συγχέω, verward, zonder onderscheid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκεχῠμένως:''' [[спутанно]], [[беспорядочно]], [[неясно]] Arst., Plut., Sext. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συγκεχυμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συγχέω]], ατάκτως, ανάκατα, [[φύρδην]] [[μίγδην]], [[τουρλού]] [[τουρλού]], αδιακρίτως, σε Αριστ. | |lsmtext='''συγκεχυμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συγχέω]], ατάκτως, ανάκατα, [[φύρδην]] [[μίγδην]], [[τουρλού]] [[τουρλού]], αδιακρίτως, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγκεχῠμένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συγχέω]], ὡς καὶ νῦν, [[φύρδην]] [[μίγδην]], ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[adverb from perf. [[pass]]. [[part]]. of [[συγχέω]]<br />[[confusedly]], [[indiscriminately]], Arist. | |mdlsjtxt=[adverb from perf. [[pass]]. [[part]]. of [[συγχέω]]<br />[[confusedly]], [[indiscriminately]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. of συγχέω, indiscriminately, Arist.EN1145b16, Plu.2.168a, S.E.M.7.171, etc.; φεύγειν J.AJ13.4.4; εἰπεῖν (opp. σαφῶς) Hermog.Id.1.11.
German (Pape)
[Seite 967] adv. part. pert. pass. von συγχέω, vermischt, verworren, Arist. eth. 7, 2 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément.
Étymologie: συγκέχυμαι, pf. Pass. de συγχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκεχυμένως, adv. van het ptc. perf. med.-pass. van συγχέω, verward, zonder onderscheid.
Russian (Dvoretsky)
συγκεχῠμένως: спутанно, беспорядочно, неясно Arst., Plut., Sext.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
συγκεχυμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συγχέω, ατάκτως, ανάκατα, φύρδην μίγδην, τουρλού τουρλού, αδιακρίτως, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεχῠμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγχέω, ὡς καὶ νῦν, φύρδην μίγδην, ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ.
Middle Liddell
[adverb from perf. pass. part. of συγχέω
confusedly, indiscriminately, Arist.