συνέταιρος: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon, camarade.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑταῖρος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />compagnon, camarade.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑταῖρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συν-έταιρος -ου, ὁ makker, metgezel. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνέταιρος:''' ὁ [[сотоварищ]] Her., Anacr. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συνέταιρος:''' ὁ, [[σύντροφος]], [[συνάδελφος]], [[εταίρος]], [[φίλος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''συνέταιρος:''' ὁ, [[σύντροφος]], [[συνάδελφος]], [[εταίρος]], [[φίλος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνέταιρος''': ὁ, [[σύντροφος]], [[μέτοχος]], φίλος, Ἡρόδ. 7. 139, Ἑβδ. (Γένεσ. ΚϚ΄, 26, Δανιὴλ Β΄, 14)· θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Ἤριννα Μυτιλην. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 7, 710. ― Ἴδε Κόντον ἐν Λογόῳ Ἑρμῇ τ. Ε΄, τεῦχ. Α΄, σ. 71. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-έταιρος, ὁ,<br />a [[companion]], [[partner]], [[comrade]], Hdt. | |mdlsjtxt=συν-έταιρος, ὁ,<br />a [[companion]], [[partner]], [[comrade]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, companion, partner, comrade, Sapph.Supp.20a5, Hdt.7.193, LXX Jd.15.2, Da.2.17, Supp.Epigr.1.572.7 (Egypt): fem. συνεταιρ-ίς, ίδος, Erinn. 5.7, LXX Jd.11.37, Ph.1.194.
German (Pape)
[Seite 1021] ὁ, Mitgesell, Genosse, Kamerad; Her. 7, 193; Anacr. 53, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
compagnon, camarade.
Étymologie: σύν, ἑταῖρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-έταιρος -ου, ὁ makker, metgezel.
Russian (Dvoretsky)
συνέταιρος: ὁ сотоварищ Her., Anacr.
Greek Monolingual
ο, η / συνέταιρος, ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. συνεταιρίς, -ίδος, Α
νεοελλ.
1. μέτοχος εταιρείας, μέτοχος σε κοινή επιχείρηση
2. φρ. «συνέταιρος στα κέρδη» — μέτοχος χωρίς κεφάλαιο που προσφέρει προσωπική εργασία στην εταιρεία
μσν.-αρχ.
σύντροφος, φίλος ή συνάδελφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἑταῖρος «φίλος, σύντροφος»].
Greek Monotonic
συνέταιρος: ὁ, σύντροφος, συνάδελφος, εταίρος, φίλος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
συνέταιρος: ὁ, σύντροφος, μέτοχος, φίλος, Ἡρόδ. 7. 139, Ἑβδ. (Γένεσ. ΚϚ΄, 26, Δανιὴλ Β΄, 14)· θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Ἤριννα Μυτιλην. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 7, 710. ― Ἴδε Κόντον ἐν Λογόῳ Ἑρμῇ τ. Ε΄, τεῦχ. Α΄, σ. 71.