συνηρεφής: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> couvert de, τινι;<br /><b>2</b> qui recouvre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐρέφω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> couvert de, τινι;<br /><b>2</b> qui recouvre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐρέφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνηρεφής -ες, Att. ook ξυνηρεφής [σύν, ἐρέφω] dicht bedekt, beschaduwd; overdr. van een gezicht somber, bedrukt. Eur. Or. 957. dicht (bedekkend):. ὕλη bos Plut. Demetr. 49.5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνηρεφής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[густо покрытый]] (ἴδῃσι καὶ χιόνι Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[густо усаженный деревьями]], [[тенистый]] ([[λόφος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[частый]], [[густой]] ([[ὕλη]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[закутанный]], [[закрытый]] ([[πρόσωπον]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> [[плотно или отовсюду закрывающий]] ([[ἐπικάλυμμα]] Arst.). - см. тж. [[συνηρεφές]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''συνηρεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή [[σκιά]], σκιασμένος, [[δασώδης]], σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]], συννεφιασμένο, σκυθρωπό [[πρόσωπο]], σε Ευρ. | |lsmtext='''συνηρεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή [[σκιά]], σκιασμένος, [[δασώδης]], σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]], συννεφιασμένο, σκυθρωπό [[πρόσωπο]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. [[συννεφής]]), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· [[οὔρεα]]... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· [[σᾶμα]] δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. [[λόφος]], ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]] ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) ὁ [[καλῶς]] ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, 3· [[ὄστρακον]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-ηρεφής, ές [[ἐρέφω]]<br />[[thickly]] [[covered]], Hdt., Plut.:— metaph., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]] her [[clouded]] [[face]], Eur. | |mdlsjtxt=συν-ηρεφής, ές [[ἐρέφω]]<br />[[thickly]] [[covered]], Hdt., Plut.:— metaph., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]] her [[clouded]] [[face]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (ἐρέφω) A thickly shaded or covered, χώρη . . ἴδῃσι σ. Hdt.1.110; ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ. Id.7.111, cf. Thphr.HP5.1.12, Str.5.4.5; σᾶμα . . πτελέῃσι σ. AP7.141 (Antiphil.); σ. χώρα, λόφος, Plu.Luc.32, Marc.29; ἐν τῷ σ. Luc. Anach.18: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα E.Or. [957]. 2 close-covering, ἐπικάλυμμα Arist.HA527b33 (Comp.), 541b31 (Comp.); ὄστρακον Id.PA679b29; ὕλη Plu.Demetr.49.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: σύν, ἐρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνηρεφής -ες, Att. ook ξυνηρεφής [σύν, ἐρέφω] dicht bedekt, beschaduwd; overdr. van een gezicht somber, bedrukt. Eur. Or. 957. dicht (bedekkend):. ὕλη bos Plut. Demetr. 49.5.
Russian (Dvoretsky)
συνηρεφής:
1) густо покрытый (ἴδῃσι καὶ χιόνι Her.);
2) густо усаженный деревьями, тенистый (λόφος Plut.);
3) частый, густой (ὕλη Plut.);
4) закутанный, закрытый (πρόσωπον Eur.);
5) плотно или отовсюду закрывающий (ἐπικάλυμμα Arst.). - см. тж. συνηρεφές.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα
2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής
3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά
4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές
σύσκιος τόπος, ησκιάδα.
επίρρ...
συνηρεφῶς Μ
με πυκνή σκιά δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρεφής (< αμάρτυρο ἔρεφος < ἐρέφω «καλύπτω, σκεπάζω»), πρβλ. ἐπ-ηρεφής. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
συνηρεφής: -ές (ἐρέφω), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή σκιά, σκιασμένος, δασώδης, σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον, συννεφιασμένο, σκυθρωπό πρόσωπο, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. συννεφής), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· οὔρεα... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· σᾶμα δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. λόφος, ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) ὁ καλῶς ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, 3· ὄστρακον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9.
Middle Liddell
συν-ηρεφής, ές ἐρέφω
thickly covered, Hdt., Plut.:— metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον her clouded face, Eur.