συνεπανορθόω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> συνεπηνώρθωσα;<br />aider à restaurer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπανορθόω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> συνεπηνώρθωσα;<br />aider à restaurer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπανορθόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνεπανορθόω''': ἀόρ. συνεπηνώρθωσα (ἴδε [[ἀνορθόω]]) Δημ. 140. 14 ― ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἄλλου ἐπανορθώνω, διορθώνω, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολύβ. 30. 18, 4.
|elnltext=συν-επανορθόω helpen weer in orde te brengen.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπανορθόω:''' (aor. συνεπηνώρθωσα) вместе восстанавливать, вновь приводить в порядок (τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.; τὴν Βοιωτίαν ἐπταικυῖαν Polyb.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπανορθόω:''' αόρ. αʹ <i>συνεπηνώρθωσα</i> (βλ. [[ἀνορθόω]]), [[συμβάλλω]] στην [[αποκατάσταση]], την [[επανόρθωση]], [[παλινορθώνω]], σε Δημ.
|lsmtext='''συνεπανορθόω:''' αόρ. αʹ <i>συνεπηνώρθωσα</i> (βλ. [[ἀνορθόω]]), [[συμβάλλω]] στην [[αποκατάσταση]], την [[επανόρθωση]], [[παλινορθώνω]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεπανορθόω:''' (aor. συνεπηνώρθωσα) вместе восстанавливать, вновь приводить в порядок (τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.; τὴν Βοιωτίαν ἐπταικυῖαν Polyb.).
|lstext='''συνεπανορθόω''': ἀόρ. συνεπηνώρθωσα (ἴδε [[ἀνορθόω]]) Δημ. 140. 14 ― ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἄλλου ἐπανορθώνω, διορθώνω, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολύβ. 30. 18, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επανορθόω helpen weer in orde te brengen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 συνεπηνώρθωσα [v. [[ἀνορθόω]]<br />to [[join]] in reestablishing, Dem.
|mdlsjtxt=aor1 συνεπηνώρθωσα [v. [[ἀνορθόω]]<br />to [[join]] in reestablishing, Dem.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπανορθόω Medium diacritics: συνεπανορθόω Low diacritics: συνεπανορθόω Capitals: ΣΥΝΕΠΑΝΟΡΘΟΩ
Transliteration A: synepanorthóō Transliteration B: synepanorthoō Transliteration C: synepanorthoo Beta Code: sunepanorqo/w

English (LSJ)

aor. συνεπηνώρθωσα (cf. ἀνορθόω) D.10.34:—join in re-establishing, l.c., Plb.30.20.4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. συνεπηνώρθωσα;
aider à restaurer.
Étymologie: σύν, ἐπανορθόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επανορθόω helpen weer in orde te brengen.

Russian (Dvoretsky)

συνεπανορθόω: (aor. συνεπηνώρθωσα) вместе восстанавливать, вновь приводить в порядок (τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.; τὴν Βοιωτίαν ἐπταικυῖαν Polyb.).

Greek Monotonic

συνεπανορθόω: αόρ. αʹ συνεπηνώρθωσα (βλ. ἀνορθόω), συμβάλλω στην αποκατάσταση, την επανόρθωση, παλινορθώνω, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπανορθόω: ἀόρ. συνεπηνώρθωσα (ἴδε ἀνορθόω) Δημ. 140. 14 ― ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἄλλου ἐπανορθώνω, διορθώνω, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολύβ. 30. 18, 4.

Middle Liddell

aor1 συνεπηνώρθωσα [v. ἀνορθόω
to join in reestablishing, Dem.