συμπλέω: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=naviguer ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλέω]].
|btext=naviguer ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι· Ἰων. -[[πλώω]], -πλώσομαι· ― [[πλέω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 149., 5. 46, Εὐρ. Ι. Α, 102, Ἀντιφῶν 131. 40, Θουκ., κλπ.· ἐν τῇ Ἀργῷ Ἡρόδ. 4. 179· μετὰ τῶν ὁλκάδων Θουκυδ. 6. 44, ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 27· τῶν συμπλεόντων Πλάτ. Γοργ. 511Ε· συμπλέοντες ναῦται Συλλ. Ἐπιγρ. 495· μεταφ., ξ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1225.
|elnltext=συμ-πλέω, Att. ξυμπλέω, samen varen, meevaren; met dat. met iem.. Eur. HF 1225.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπλέω:''' ион. [[συμπλώω]] (fut. συμπλεύσομαι - ион. συμπλώσομαι) плыть вместе, совершать совместное плавание (τινι Her., Eur. и [[μετά]] τινος Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]]· Ιων. -[[πλώω]], <i>-πλώσομαι</i>· [[πλέω]], [[αρμενίζω]] από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ.
|lsmtext='''συμπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]]· Ιων. -[[πλώω]], <i>-πλώσομαι</i>· [[πλέω]], [[αρμενίζω]] από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπλέω:''' ион. [[συμπλώω]] (fut. συμπλεύσομαι - ион. συμπλώσομαι) плыть вместе, совершать совместное плавание (τινι Her., Eur. и [[μετά]] τινος Thuc.).
|lstext='''συμπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι· Ἰων. -[[πλώω]], -πλώσομαι· ― [[πλέω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 149., 5. 46, Εὐρ. Ι. Α, 102, Ἀντιφῶν 131. 40, Θουκ., κλπ.· ἐν τῇ Ἀργῷ Ἡρόδ. 4. 179· μετὰ τῶν ὁλκάδων Θουκυδ. 6. 44, ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 27· τῶν συμπλεόντων Πλάτ. Γοργ. 511Ε· συμπλέοντες ναῦται Συλλ. Ἐπιγρ. 495· μεταφ., ξ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1225.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πλέω, Att. ξυμπλέω, samen varen, meevaren; met dat. met iem.. Eur. HF 1225.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πλεύσομαι]] ionic -[[πλώω]], -πλώσομαι<br />to [[sail]] in [[company]] with, τινί Hdt., etc.; absol., Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[πλεύσομαι]] ionic -[[πλώω]], -πλώσομαι<br />to [[sail]] in [[company]] with, τινί Hdt., etc.; absol., Thuc.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλέω Medium diacritics: συμπλέω Low diacritics: συμπλέω Capitals: ΣΥΜΠΛΕΩ
Transliteration A: sympléō Transliteration B: sympleō Transliteration C: sympleo Beta Code: sumple/w

English (LSJ)

sail in company with, τινι Hdt.4.149, 5.46, E.IA102; ἐν τῇ Ἀργοῖ Hdt.4.179; μετὰ τῶν ὁλκάδων Th.6.44: abs., Id.1.27, Antipho 5.20, prob. in IG12.99.10; τῶν συμπλεόντων Pl.Grg.511e; συμπλέοντες ναῦται IG3.236: metaph., σ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι E. HF1225.

German (Pape)

[Seite 988] (s. πλέω), mit, zusammen schiffen, Ἀχαιοῖς, mit den Achäern, Eur. I. A. 102; συμπλεύσομαι, Hel. 1073; Her. 4, 149; Plat. Gorg. 511 e; Thuc. 1, 27.

French (Bailly abrégé)

naviguer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πλέω, Att. ξυμπλέω, samen varen, meevaren; met dat. met iem.. Eur. HF 1225.

Russian (Dvoretsky)

συμπλέω: ион. συμπλώω (fut. συμπλεύσομαι - ион. συμπλώσομαι) плыть вместе, совершать совместное плавание (τινι Her., Eur. и μετά τινος Thuc.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. συμπλώω Α πλέω / πλώω
1. ταξιδεύω με πλοίο που ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλα
2. ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο πλοίο
3. μτφ. συμφωνώ, ακολουθώ την ίδια πορεία με άλλον.

Greek Monotonic

συμπλέω: μέλ. -πλεύσομαι· Ιων. -πλώω, -πλώσομαι· πλέω, αρμενίζω από κοινού με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι· Ἰων. -πλώω, -πλώσομαι· ― πλέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 149., 5. 46, Εὐρ. Ι. Α, 102, Ἀντιφῶν 131. 40, Θουκ., κλπ.· ἐν τῇ Ἀργῷ Ἡρόδ. 4. 179· μετὰ τῶν ὁλκάδων Θουκυδ. 6. 44, ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 27· τῶν συμπλεόντων Πλάτ. Γοργ. 511Ε· συμπλέοντες ναῦται Συλλ. Ἐπιγρ. 495· μεταφ., ξ. τοῖς φίλοισι δυστυχοῦσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1225.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι ionic -πλώω, -πλώσομαι
to sail in company with, τινί Hdt., etc.; absol., Thuc.