συντιτρώσκω: Difference between revisions
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τιτρώσκω]]. | |btext=blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τιτρώσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συν-τιτρώσκω met acc. v. pers. zwaar verwonden; met acc. v. zaken zware schade toebrengen aan. tegelijkertijd zwaar beschadigen. Hp. Fract. 35. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντιτρώσκω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покрывать ранами]], [[изранивать]] (ξίφεσι καὶ δόρασί τινα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[покрывать пробоинами]], [[сильно повреждать]] (τὰς [[ναῦς]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''συντιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]] κάποιον σε [[πολλά]] [[σημεία]] του σώματός του, σε Ξεν. | |lsmtext='''συντιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]] κάποιον σε [[πολλά]] [[σημεία]] του σώματός του, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συντιτρώσκω''': εἰς πολλὰ μέρη [[τιτρώσκω]], αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. [[τιτρώσκω]] [[ὁμοῦ]] ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) [[νεῦρα]] Ἱππ. π. Ἀγμ. 775. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -[[τρώσω]]<br />to [[wound]] in [[many]] places, Xen. | |mdlsjtxt=fut. -[[τρώσω]]<br />to [[wound]] in [[many]] places, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 2 October 2022
English (LSJ)
A wound, X.HG3.1.18, Plu.Alex.63; of ships, disable, Id.Alc.27. II wound at the same time, τὰ συντιτρωσκόμενα (sc. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Hp.Fract.35.
French (Bailly abrégé)
blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.
Étymologie: σύν, τιτρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τιτρώσκω met acc. v. pers. zwaar verwonden; met acc. v. zaken zware schade toebrengen aan. tegelijkertijd zwaar beschadigen. Hp. Fract. 35.
Russian (Dvoretsky)
συντιτρώσκω:
1) покрывать ранами, изранивать (ξίφεσι καὶ δόρασί τινα Plut.);
2) покрывать пробоинами, сильно повреждать (τὰς ναῦς Plut.).
Greek Monolingual
Α
1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία
2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῦς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.)
3. παθ. συντιτρώσκομαι
τραυματίζομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῖς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τιτρώσκω «τρώγω, πληγώνω, σκοτώνω»].
Greek Monotonic
συντιτρώσκω: μέλ. -τρώσω, τραυματίζω, πληγώνω κάποιον σε πολλά σημεία του σώματός του, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συντιτρώσκω: εἰς πολλὰ μέρη τιτρώσκω, αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. τιτρώσκω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.