τρίπολις: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως, <i>ion.</i> ιος (ὁ, ἡ)<br />qui contient trois villes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πόλις]].
|btext=εως, <i>ion.</i> ιος (ὁ, ἡ)<br />qui contient trois villes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πόλις]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρίπολις''': -εως, Ἰων. -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πόλεις, [[νᾶσος]] τρ., ἡ Ρόδος, Πινδ. Ο. 7. 34. 2) Τρίπολις, ἡ, [[σύνδεσμος]] τριῶν [[πόλεων]], ὡς ἐν τῇ Λακωνικῇ, Πολύβ. 4. 81, 7, κλπ.· ἐν Ἀρκαδίᾳ, Παυσ. 8. 27, 4· ἐν Φοινίκῃ, Στέφ. Βυζ., κλπ. ΙΙ. «[[εἶδος]] πέμματος» Ἡσύχ.
|elnltext=τρίπολις -εως [τρι-, πόλις] met drie steden.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίπολις:''' εως, ион. ιος adj. имеющий три города: [[νᾶσος]] τ. Pind. = [[Ῥόδος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''τρίπολις:''' -εως, Ιων. <i>-ιος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που έχει [[τρεις]] πόλεις, σε Πίνδ.
|lsmtext='''τρίπολις:''' -εως, Ιων. <i>-ιος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που έχει [[τρεις]] πόλεις, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίπολις:''' εως, ион. ιος adj. имеющий три города: [[νᾶσος]] τ. Pind. = [[Ῥόδος]].
|lstext='''τρίπολις''': -εως, Ἰων. -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πόλεις, [[νᾶσος]] τρ., ἡ Ρόδος, Πινδ. Ο. 7. 34. 2) Τρίπολις, ἡ, [[σύνδεσμος]] τριῶν [[πόλεων]], ὡς ἐν τῇ Λακωνικῇ, Πολύβ. 4. 81, 7, κλπ.· ἐν Ἀρκαδίᾳ, Παυσ. 8. 27, 4· ἐν Φοινίκῃ, Στέφ. Βυζ., κλπ. ΙΙ. «[[εἶδος]] πέμματος» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίπολις -εως [τρι-, πόλις] met drie steden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρί-πολις, εως,<br />with [[three]] cities, Pind.
|mdlsjtxt=τρί-πολις, εως,<br />with [[three]] cities, Pind.
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπολις Medium diacritics: τρίπολις Low diacritics: τρίπολις Capitals: ΤΡΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: trípolis Transliteration B: tripolis Transliteration C: tripolis Beta Code: tri/polis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ὁ, ἡ, A with three cities, νᾶσος, of Rhodes, Pi.O.7.18, cf. Scyl.99, al. 2 Τρίπολις, ἡ, league of three cities, as in Achaea, Plb.4.81.7, etc.; in Arcadia, Paus.8.27.4; in Phoenicia, D.S.16.41, etc. II a kind of cake, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1146] ὁ, ἡ, 1) drei Städte habend, νῆσος Pind. Ol. 7, 18. – 2) ἡ τρίπολις, die Dreistadt, Verein dreier Städte; s. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

εως, ion. ιος (ὁ, ἡ)
qui contient trois villes.
Étymologie: τρεῖς, πόλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπολις -εως [τρι-, πόλις] met drie steden.

Russian (Dvoretsky)

τρίπολις: εως, ион. ιος adj. имеющий три города: νᾶσος τ. Pind. = Ῥόδος.

English (Slater)

τρῐπολις with three cities τρίπολιν νᾶσον (i. e. Rhodes, with its three cities of Lindos, Kamiros, Ialysos) (O. 7.18)

Greek Monolingual

-όλεως, ΝΜΑ, και τρίπολη Ν, και ιων. τ. γεν. -όλιος Α
1. (στην αρχ. Ελλάδα) ένωση τριών πόλεων
2. ως κύριο όν. Τρίπολη και Τρίπολις
ονομασία διαφόρων πόλεων
νεοελλ.
άλλη ονομασία του πετρώματος τριπολίτιδα γη
αρχ.
1. αυτός που είχε τρεις πόλεις («τρίπολιν νᾱσον» — τη νήσο Ρόδο, Πίνδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος πέμματος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πόλις. Η λ. χρησιμοποιήθηκε συχνά και ως τοπωνύμιο, ενώ, ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. tripoli (< Τρίπολις, πόλη της Λιβύης)].

Greek Monotonic

τρίπολις: -εως, Ιων. -ιος, , , αυτός που έχει τρεις πόλεις, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπολις: -εως, Ἰων. -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρεῖς πόλεις, νᾶσος τρ., ἡ Ρόδος, Πινδ. Ο. 7. 34. 2) Τρίπολις, ἡ, σύνδεσμος τριῶν πόλεων, ὡς ἐν τῇ Λακωνικῇ, Πολύβ. 4. 81, 7, κλπ.· ἐν Ἀρκαδίᾳ, Παυσ. 8. 27, 4· ἐν Φοινίκῃ, Στέφ. Βυζ., κλπ. ΙΙ. «εἶδος πέμματος» Ἡσύχ.

Middle Liddell

τρί-πολις, εως,
with three cities, Pind.