τρόπις: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=(ἡ) :<br /><i>gén.</i> τρόπεως (<i>ion.</i> [[τρόπιος]]) <i>ou</i> τρόπιδος<br /><b>1</b> quille <i>ou</i> carène d'un navire;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> fondement, principe, commencement.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]].
|btext=(ἡ) :<br /><i>gén.</i> τρόπεως (<i>ion.</i> [[τρόπιος]]) <i>ou</i> τρόπιδος<br /><b>1</b> quille <i>ou</i> carène d'un navire;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> fondement, principe, commencement.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρόπις''': ἡ, γεν. τρόπεως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· Ἰων. γεν. τρόπιος Ὅμηρ., Ἡρόδ.· δοτ. τρόπιδι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 388· αἰτ. τρόπιν Ὀρφ. Ἀργ. 273· πληθ. τρόπεις· ([[τρέπω]])· - ἡ «καρῖνα» πλοίου, «τρόπεις... τὰ ξύλα τὰ διήκοντα ἀπὸ πρῴρας εἰς πρύμναν, ἐξ ὧν οἱ γόμφοι καὶ τὰ ἄλλα ἤρτηνται» Α. Β. 307, 9· τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 150, Μ. 421, κλπ.· αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν [[νέος]] ἀμφιελίσσης [[ἐννῆμαρ]] φερόμην Ὀδ. Η. 252, Τ. 278, Ἡρόδ. 2. 96· καὶ ποιητ., ὡς παρὰ Λατ. carina, = [[ναῦς]], [[πλοῖον]], Σοφ. Ἀποσπ. 151· τρόπεις θέσθαι Πλουτ. Δημήτρ. 43, πρβλ. [[τροπιδεῖον]]· - μεταφορ., λέγε νῦν τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, δηλ. τὴν [[ἀρχήν]], Ἀριστοφ. Σφ. 30.
|elnltext=τρόπις -εως en Ion. -ιος, [τρέπω] kielbalk; overdr.: λέγε νυν... τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος vertel me nu eens de kern van de zaak Aristoph. Ve. 30.
}}
{{elru
|elrutext='''τρόπις:''' εως, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[киль]] ([[νεός]] Hom., Her.; πλοίου Arst.): τρόπεις [[θέσθαι]] Plut. заложить киль, т. е. приступить к постройке судна;<br /><b class="num">2)</b> [[основа]], [[суть]] (τοῦ πράγματος Arph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''τρόπις:''' ἡ, [[τρόπιος]], αιτ. <i>τρόπιν</i> ([[τρέπω]]), [[καρίνα]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις [[θέσθαι]], [[βάζω]] την [[καρίνα]], σε Πλούτ.· και μεταφ., <i>λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρόπις:''' ἡ, [[τρόπιος]], αιτ. <i>τρόπιν</i> ([[τρέπω]]), [[καρίνα]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις [[θέσθαι]], [[βάζω]] την [[καρίνα]], σε Πλούτ.· και μεταφ., <i>λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρόπις:''' εως, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[киль]] ([[νεός]] Hom., Her.; πλοίου Arst.): τρόπεις [[θέσθαι]] Plut. заложить киль, т. е. приступить к постройке судна;<br /><b class="num">2)</b> [[основа]], [[суть]] (τοῦ πράγματος Arph.).
|lstext='''τρόπις''': ἡ, γεν. τρόπεως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· Ἰων. γεν. τρόπιος Ὅμηρ., Ἡρόδ.· δοτ. τρόπιδι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 388· αἰτ. τρόπιν Ὀρφ. Ἀργ. 273· πληθ. τρόπεις· ([[τρέπω]])· - ἡ «καρῖνα» πλοίου, «τρόπεις... τὰ ξύλα τὰ διήκοντα ἀπὸ πρῴρας εἰς πρύμναν, ἐξ ὧν οἱ γόμφοι καὶ τὰ ἄλλα ἤρτηνται» Α. Β. 307, 9· τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 150, Μ. 421, κλπ.· αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν [[νέος]] ἀμφιελίσσης [[ἐννῆμαρ]] φερόμην Ὀδ. Η. 252, Τ. 278, Ἡρόδ. 2. 96· καὶ ποιητ., ὡς παρὰ Λατ. carina, = [[ναῦς]], [[πλοῖον]], Σοφ. Ἀποσπ. 151· τρόπεις θέσθαι Πλουτ. Δημήτρ. 43, πρβλ. [[τροπιδεῖον]]· - μεταφορ., λέγε νῦν τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, δηλ. τὴν [[ἀρχήν]], Ἀριστοφ. Σφ. 30.
}}
{{elnl
|elnltext=τρόπις -εως en Ion. -ιος, [τρέπω] kielbalk; overdr.: λέγε νυν... τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος vertel me nu eens de kern van de zaak Aristoph. Ve. 30.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρόπις]], ιος, ἡ, [[τρέπω]]<br />a [[ship]]'s [[keel]], Od., Hdt.; τρόπεις [[θέσθαι]] to lay the [[keel]], Plut.; and metaph., λέγε τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος Ar.
|mdlsjtxt=[[τρόπις]], ιος, ἡ, [[τρέπω]]<br />a [[ship]]'s [[keel]], Od., Hdt.; τρόπεις [[θέσθαι]] to lay the [[keel]], Plut.; and metaph., λέγε τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος Ar.
}}
}}

Revision as of 22:39, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόπις Medium diacritics: τρόπις Low diacritics: τρόπις Capitals: ΤΡΟΠΙΣ
Transliteration A: trópis Transliteration B: tropis Transliteration C: tropis Beta Code: tro/pis

English (LSJ)

ἡ, gen. τρόπεως Placit.2.4.15, Hdn.Epim.135; Ion. gen. τρόπιος Od. 19.278, Hdt.2.96; τρόπιδος EM811.21; dat. τρόπιδι A.R. 1.388; acc. τρόπιν Hippon.50, Orph.A.271: pl. τρόπεις, dat. τρόπισι D.C.48.38: (τρέπω):—ship's keel, Od.5.130, 12.421, Hdt. l. c.; τ. νεός Od.7.252, 19.278; πλοίου τ. Arist.Metaph.1013a5; and poet. ship, S.Fr.143; τρόπεις θέσθαι lay down keels for building ships, Plu.Demetr.43; cf. τροπιδεῖον: metaph., λέγε νυν τὴν τ. τοῦ πράγματος Ar.V.30.

German (Pape)

[Seite 1152] ἡ, ep. gen. τρόπιος, später τρόπιδος, auch τρόπεως, der Schiffskiel; Od. 12, 421 u. öfter; auch τρόπις νεός, 7, 252. 19, 278; Her. 2, 96; Eur. Hel. 418; sp. D., wie Bass. 5 u. Antiphil. 1 (IX, 289. 415); Ap. Rh. 4, 1244; – das Schiff selbst, Soph. frg. 151; – τρόπεις θέσθαι, den Kiel legen, ein Schiff zu bauen anfangen, Plut. Demetr. 43; – übh. Grundlage, Anfang, λέγε νῦν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, Ar. Vesp. 30. – Vgl. τροπιδεῖον.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
gén. τρόπεως (ion. τρόπιος) ou τρόπιδος
1 quille ou carène d'un navire;
2 p. ext. fondement, principe, commencement.
Étymologie: τρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρόπις -εως en Ion. -ιος, ἡ [τρέπω] kielbalk; overdr.: λέγε νυν... τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος vertel me nu eens de kern van de zaak Aristoph. Ve. 30.

Russian (Dvoretsky)

τρόπις: εως, ион. ιος ἡ
1) киль (νεός Hom., Her.; πλοίου Arst.): τρόπεις θέσθαι Plut. заложить киль, т. е. приступить к постройке судна;
2) основа, суть (τοῦ πράγματος Arph.).

English (Autenrieth)

ιος: keel. (Od.) (See cut under δρύοχος.)

Greek Monolingual

-ιδος, η, ΝΑ, γεν. και τ. -εως και ιων. τ. -ιος, Α
βλ. τρόπιδα.

Greek Monotonic

τρόπις: ἡ, τρόπιος, αιτ. τρόπιν (τρέπω), καρίνα πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις θέσθαι, βάζω την καρίνα, σε Πλούτ.· και μεταφ., λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρόπις: ἡ, γεν. τρόπεως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· Ἰων. γεν. τρόπιος Ὅμηρ., Ἡρόδ.· δοτ. τρόπιδι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 388· αἰτ. τρόπιν Ὀρφ. Ἀργ. 273· πληθ. τρόπεις· (τρέπω)· - ἡ «καρῖνα» πλοίου, «τρόπεις... τὰ ξύλα τὰ διήκοντα ἀπὸ πρῴρας εἰς πρύμναν, ἐξ ὧν οἱ γόμφοι καὶ τὰ ἄλλα ἤρτηνται» Α. Β. 307, 9· τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 150, Μ. 421, κλπ.· αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νέος ἀμφιελίσσης ἐννῆμαρ φερόμην Ὀδ. Η. 252, Τ. 278, Ἡρόδ. 2. 96· καὶ ποιητ., ὡς παρὰ Λατ. carina, = ναῦς, πλοῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 151· τρόπεις θέσθαι Πλουτ. Δημήτρ. 43, πρβλ. τροπιδεῖον· - μεταφορ., λέγε νῦν τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, δηλ. τὴν ἀρχήν, Ἀριστοφ. Σφ. 30.

Middle Liddell

τρόπις, ιος, ἡ, τρέπω
a ship's keel, Od., Hdt.; τρόπεις θέσθαι to lay the keel, Plut.; and metaph., λέγε τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος Ar.