ψευδατράφαξυς: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=υος (ἡ) :<br />fausse arroche, <i>càd</i> imposture.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἀτράφαξυς]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ψευδαμάμαξυς]].
|btext=υος (ἡ) :<br />fausse arroche, <i>càd</i> imposture.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἀτράφαξυς]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ψευδαμάμαξυς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψευδατράφαξῠς''': -υος, ἡ, [[ψευδὴς]] [[ἀτράφαξυς]], κωμικὸν [[ὄνομα]] φυτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630· πρβλ. [[ψευδαμάμαξυς]].
|elnltext=ψευδατράφαξυς -υος, ἡ [ψευδής, ἀτράφαξυς] kom. plantennaam pseudo-melde (d.w.z. onkruid).
}}
{{elru
|elrutext='''ψευδατράφαξυς:''' υος ἡ ирон. ложная лебеда, перен. пустомеля, лжец Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψευδατράφαξυς:''' [ᾰφ],-υος, ἡ, [[ψευδής]] ατράφαξυς, κωμ. όνομα φυτού, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ψευδατράφαξυς:''' [ᾰφ],-υος, ἡ, [[ψευδής]] ατράφαξυς, κωμ. όνομα φυτού, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψευδατράφαξυς:''' υος ἡ ирон. ложная лебеда, перен. пустомеля, лжец Arph.
|lstext='''ψευδατράφαξῠς''': -υος, ἡ, [[ψευδὴς]] [[ἀτράφαξυς]], κωμικὸν [[ὄνομα]] φυτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630· πρβλ. [[ψευδαμάμαξυς]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψευδατράφαξυς -υος, ἡ [ψευδής, ἀτράφαξυς] kom. plantennaam pseudo-melde (d.w.z. onkruid).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψευδ-ατράφαξυς, υος, ἡ,<br />false orach, Comic [[name]] of a [[plant]], Ar.
|mdlsjtxt=ψευδ-ατράφαξυς, υος, ἡ,<br />false orach, Comic [[name]] of a [[plant]], Ar.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδατράφαξυς Medium diacritics: ψευδατράφαξυς Low diacritics: ψευδατράφαξυς Capitals: ΨΕΥΔΑΤΡΑΦΑΞΥΣ
Transliteration A: pseudatráphaxys Transliteration B: pseudatraphaxys Transliteration C: psevdatrafaksys Beta Code: yeudatra/facus

English (LSJ)

[ᾰφ], υος, ἡ, false orach, Com. name of a plant in Ar.Eq.630; cf. ψευδαμάμαξυς.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, falsche Melde, Lügenmelde, Lügenkohl, Ar. Equ. 628, komisch nach ψευδαμάμαξυς gebildeter Pflanzenname.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
fausse arroche, càd imposture.
Étymologie: ψευδής, ἀτράφαξυς.
Par. ψευδαμάμαξυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδατράφαξυς -υος, ἡ [ψευδής, ἀτράφαξυς] kom. plantennaam pseudo-melde (d.w.z. onkruid).

Russian (Dvoretsky)

ψευδατράφαξυς: υος ἡ ирон. ложная лебеда, перен. пустомеля, лжец Arph.

Greek Monolingual

-άξυος, και ψευδατράφαξις, -άξεως, ἡ, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμική ονομασία φυτού) ψεύτικη ατράφαξις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀτράφαξυς «είδος λαχανικού»].

Greek Monotonic

ψευδατράφαξυς: [ᾰφ],-υος, ἡ, ψευδής ατράφαξυς, κωμ. όνομα φυτού, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδατράφαξῠς: -υος, ἡ, ψευδὴς ἀτράφαξυς, κωμικὸν ὄνομα φυτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630· πρβλ. ψευδαμάμαξυς.

Middle Liddell

ψευδ-ατράφαξυς, υος, ἡ,
false orach, Comic name of a plant, Ar.