σύμφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />dont les voix résonnent d'accord.<br />'''Étymologie:''' [[συμφθέγγομαι]].
|btext=ος, ον :<br />dont les voix résonnent d'accord.<br />'''Étymologie:''' [[συμφθέγγομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύμφθογγος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, [[ὁμόφθογγος]], ἀλλ’ οὐχὶ [[ἐναρμόνιος]], [[ὁμόηχος]], ἀλλ’ οὐχὶ [[ἁρμονικός]]· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.
|elnltext=σύμ-φθογγος -ον [~ συμφθέγγομαι] meeklinkend.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμφθογγος:''' [[согласно звучащий]], [[стройный]] ([[χορός]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύμφθογγος:''' -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε [[συμφωνία]], [[ομόηχος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σύμφθογγος:''' -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε [[συμφωνία]], [[ομόηχος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύμφθογγος:''' [[согласно звучащий]], [[стройный]] ([[χορός]] Aesch.).
|lstext='''σύμφθογγος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, [[ὁμόφθογγος]], ἀλλ’ οὐχὶ [[ἐναρμόνιος]], [[ὁμόηχος]], ἀλλ’ οὐχὶ [[ἁρμονικός]]· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.
}}
{{elnl
|elnltext=σύμ-φθογγος -ον [~ συμφθέγγομαι] meeklinkend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφθογγος Medium diacritics: σύμφθογγος Low diacritics: σύμφθογγος Capitals: ΣΥΜΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: sýmphthongos Transliteration B: symphthongos Transliteration C: symfthoggos Beta Code: su/mfqoggos

English (LSJ)

ον, sounding together, Χορὸς σύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος = in concert, but not in harmony, of the Furies, A.Ag.1187; σ. λύρης ἀοιδή Epigr.in BCH26.134 (Honestus).

German (Pape)

[Seite 991] mittönend, einstimmig, χορός Aesch. Ag. 1160.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les voix résonnent d'accord.
Étymologie: συμφθέγγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμ-φθογγος -ον [~ συμφθέγγομαι] meeklinkend.

Russian (Dvoretsky)

σύμφθογγος: согласно звучащий, стройный (χορός Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσ-φθογγος].

Greek Monotonic

σύμφθογγος: -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε συμφωνία, ομόηχος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφθογγος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, ὁμόφθογγος, ἀλλ’ οὐχὶ ἐναρμόνιος, ὁμόηχος, ἀλλ’ οὐχὶ ἁρμονικός· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.

Middle Liddell

σύμ-φθογγος, ον,
sounding together, in concert, Aesch.

English (Woodhouse)

in accord

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)