ψογερός: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ά, όν :<br />enclin à blâmer;<br /><i>Sp.</i> ψογερώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ψόγος]]. | |btext=ά, όν :<br />enclin à blâmer;<br /><i>Sp.</i> ψογερώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ψόγος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ψογερός -ά -όν [ψόγος] afkeurend, steeds kritiek leverend. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψογερός:''' [[склонный к порицанию]], [[придирчивый]] ([[Ἀρχίλοχος]] Pind.): ὁ ψογερώτατος Plut. наиболее суровый критик. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''ψογερός:''' -ά, -όν, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[επικριτικός]], [[φιλοκατήγορος]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ψογερός:''' -ά, -όν, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[επικριτικός]], [[φιλοκατήγορος]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ψογερός''': -ά, -όν, ([[ψόγος]]) ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐπὶ τοῦ Ἀρχιλόχου, Πινδ. Π. 2. 106, Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκ. Συγκρ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 827. 29. ΙΙ. «ψογερόν· αἰσχρόν, μεμπτόν, ἐπίψογον» καί, ψογερά· ὡς [[λίαν]] μεμπτὰ» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ψογερός]], ή, όν<br />[[fond]] of [[blaming]], [[censorious]], Pind. | |mdlsjtxt=[[ψογερός]], ή, όν<br />[[fond]] of [[blaming]], [[censorious]], Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ά, όν, (ψόγος) A fond of blaming, censorious, libellous, of Archilochus, Pi.P.2.55, Plu.Comp.Cim.Luc.1 (Sup.). Adv. ψογερῶς = by way of blame, Eust.827.29. II blamable, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1401] 1) tadelsüchtig, zum Tadel geneigt; Ἀρχίλοχος Pind. P. 2, 55; Ael. V. H. 3, 7. – 2) tadelnswerth, tadelhaft, Sp.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
enclin à blâmer;
Sp. ψογερώτατος.
Étymologie: ψόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψογερός -ά -όν [ψόγος] afkeurend, steeds kritiek leverend.
Russian (Dvoretsky)
ψογερός: склонный к порицанию, придирчивый (Ἀρχίλοχος Pind.): ὁ ψογερώτατος Plut. наиболее суровый критик.
English (Slater)
ψογερός bitter-tongued ψογερὸν Ἀρχίλοχον (P. 2.55)
Greek Monolingual
-ά, -όν, ΜΑ
(με ενεργ. σημ.) (στην αρχ. κυρίως ως προσωνυμία του Αρχιλόχου) αυτός που συνηθίζει να κατακρίνει, να κατηγορεί, φιλοκατήγορος
αρχ.
(με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) ο αξιόμεμπτος.
επίρρ...
ψογερῶς ΜΑ
μσν.
με επίρριψη μομφής
αρχ.
με αξιόμεμπτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόγος + κατάλ. -ερός (πρβλ. φλογ-ερός)].
Greek Monotonic
ψογερός: -ά, -όν, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, επικριτικός, φιλοκατήγορος, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
ψογερός: -ά, -όν, (ψόγος) ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐπὶ τοῦ Ἀρχιλόχου, Πινδ. Π. 2. 106, Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκ. Συγκρ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 827. 29. ΙΙ. «ψογερόν· αἰσχρόν, μεμπτόν, ἐπίψογον» καί, ψογερά· ὡς λίαν μεμπτὰ» Ἡσύχ.
Middle Liddell
ψογερός, ή, όν
fond of blaming, censorious, Pind.