καταθνητός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of moneymoney it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />mortel, périssable.<br />'''Étymologie:''' [[καταθνῄσκω]].
|btext=ή, όν :<br />mortel, périssable.<br />'''Étymologie:''' [[καταθνῄσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.
}}
{{elru
|elrutext='''καταθνητός:''' [[подвластный смерти]], [[смертный]] (ἄνθρωποι Hom.; γυναῖκες HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταθνητός:''' -ή, -όν, [[θνητός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''καταθνητός:''' -ή, -όν, [[θνητός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.
}}
{{elru
|elrutext='''καταθνητός:''' [[подвластный смерти]], [[смертный]] (ἄνθρωποι Hom.; γυναῖκες HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατα-[[θνητός]], ή, όν<br />[[mortal]], Il.
|mdlsjtxt=κατα-[[θνητός]], ή, όν<br />[[mortal]], Il.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθνητός Medium diacritics: καταθνητός Low diacritics: καταθνητός Capitals: ΚΑΤΑΘΝΗΤΟΣ
Transliteration A: katathnētós Transliteration B: katathnētos Transliteration C: katathnitos Beta Code: kataqnhto/s

English (LSJ)

ή, όν, mortal, Il.5.402, h.Ap.464, etc.: fem., h.Ven. 39, 50.

German (Pape)

[Seite 1349] = simplex, sterblich; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτέτυκτο Il. 5, 402; καταθνητοὶ ἄνθρωποι; das fem., καταθνητῇσι γυναιξίν, H. h. Ven. 39. 50; den falschen Accent κατάθνητος, Il. 5, 901, den Wolf u. Spitzner stehen ließen, hat Bekker berichtigt.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mortel, périssable.
Étymologie: καταθνῄσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.

Russian (Dvoretsky)

καταθνητός: подвластный смерти, смертный (ἄνθρωποι Hom.; γυναῖκες HH).

Greek (Liddell-Scott)

καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, Ἰλ. Ε. 402, κτλ.· τὸ θηλ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 39, 50.

English (Autenrieth)

mortal.

Greek Monolingual

καταθνητός, -ή, -όν (Α) καταθνήσκω
θνητός.

Greek Monotonic

καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κατα-θνητός, ή, όν
mortal, Il.