διαμιλλάομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br />lutter avec ardeur <i>ou</i> persévérance.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἁμιλλάομαι]]. | |btext=-ῶμαι;<br />lutter avec ardeur <i>ou</i> persévérance.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἁμιλλάομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δι-αμιλλάομαι wedijveren, met dat., met πρός + acc. met; περί + gen. om; pass.: ταῦτα μὲν ἱκανῶς διημίλληταί σοι dat is door jou afdoende verdedigd Luc. 33.58. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διᾰμιλλάομαι:''' [[упорно спорить]], [[состязаться]], [[соревноваться]] (τινι Plat. и πρός τινα Plat., Polyb., Plut., Luc.; περί τινος и ἔν τινι Plat.; τινι, περί τι и [[ὑπέρ]] τινος Plut., Luc.): [[ταῦτα]] [[ἱκανῶς]] διημίλληταί σοι Luc. ты достаточно поспорил об этом. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ημιλλήθην</i>, αποθ.: [[αντιμάχομαι]] ένθερμα, [[φιλονικώ]], [[αντιπαλεύω]] με ζήλο, [[αγωνίζομαι]] [[πρόθυμα]], <i>τινι</i> ή [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.· [[περί]] τινος, στο ίδ. | |lsmtext='''διᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ημιλλήθην</i>, αποθ.: [[αντιμάχομαι]] ένθερμα, [[φιλονικώ]], [[αντιπαλεύω]] με ζήλο, [[αγωνίζομαι]] [[πρόθυμα]], <i>τινι</i> ή [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.· [[περί]] τινος, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι aor1 -ημιλλήθην<br />Dep. to [[contend]] [[hotly]], [[strive]] [[earnestly]], τινι or πρός τινα Plat.; [[περί]] τινος Plat. | |mdlsjtxt=fut. ήσομαι aor1 -ημιλλήθην<br />Dep. to [[contend]] [[hotly]], [[strive]] [[earnestly]], τινι or πρός τινα Plat.; [[περί]] τινος Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 2 October 2022
English (LSJ)
fut. -ησομαι Str.17.1.11:—contend hotly, strive earnestly, δέκα πρὸς δέκα ἀλλήλοις Pl.Lg.833e; τινί with one, Id.R.516e; πρός τινα Plb.16.21.6; δ. περί τινος about a thing, Pl.R.517d; τινὶ ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις ib.563a: c. gen. rei, δ. λειοτέρας ὁδοῦ Id.Lg.833b; τινὶ περὶ δεῖπνα Plu.Them.5: pf. διημίλληται in pass. sense, Luc.Par. 58.
Spanish (DGE)
1 pelear, rivalizar, disputar con c. dat. ἀλλήλοις Pl.Lg.833e, τοῖς ... δεσμώταις Pl.R.516e, τῇ τοῦ θεοῦ δόξῃ D.S.17.85, τοῖς ἀνταγωνισταῖς Str.17.1.11, c. dat. y constr. prep. πρεσβυτέροις ... ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις Pl.R.563a, τῷ Κίμωνι περὶ δεῖπνα Plu.Them.5, tb. c. dat. instrum., constr. prep. u or. interr. πρὸς ἀλλήλους τοῖς ἐπαίνοις Plu.Cic.4, πρὸς τὰ μειράκια ... ἐν τοῖς ὅπλοις Plb.16.21.6, περὶ τῆς ... ἐμπειρίας πρὸς ἀλλήλους D.S.19.27, cf. 62, πρὸς Ζήνωνα διαμιλλώμενος ὡς ὁ σοφὸς πάντως ἂν εἴη Hermipp.Hist.91
•sólo c. dat. instrum., constr. prep. u or. interr. rivalizar en o por διαμιλλώμενοι τοῖς θυμοῖς rivalizando en coraje Plb.1.81.9, ἐν πότῳ Poll.6.19, περὶ τούτου Pl.R.517d, περὶ τῶν ἴσων D.H.6.75, παρ' ὁποτέρῳ τρέφοιτο τὸ παιδίον Philostr.VS 569
•fig. competir τύχη ... πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ ἀνδρός Plu.Tim.21.
2 tr. defender en v. pas. ταῦτα μὲν ἱκανῶς διημίλληταί σοι Luc.Par.58.
German (Pape)
[Seite 590] depon. mit aor. pass., mit Einem streiten, wetteifern; ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις Plat. Rep. VIII, 563 a; τινί, VII, 516 e; περί τινος, ibd.; auch λειοτέρας ὁδοῦ, Legg. VIII, 833 b; πρός τινα, Pol. 16, 21, 5, wie Plut. Cic. 32; τινὶ περί τι, Them. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
lutter avec ardeur ou persévérance.
Étymologie: διά, ἁμιλλάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αμιλλάομαι wedijveren, met dat., met πρός + acc. met; περί + gen. om; pass.: ταῦτα μὲν ἱκανῶς διημίλληταί σοι dat is door jou afdoende verdedigd Luc. 33.58.
Russian (Dvoretsky)
διᾰμιλλάομαι: упорно спорить, состязаться, соревноваться (τινι Plat. и πρός τινα Plat., Polyb., Plut., Luc.; περί τινος и ἔν τινι Plat.; τινι, περί τι и ὑπέρ τινος Plut., Luc.): ταῦτα ἱκανῶς διημίλληταί σοι Luc. ты достаточно поспорил об этом.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰμιλλάομαι: ἀποθ. μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ ἀορ. παθ., ἐνθέρμως ἁμιλλῶμαι, ἀγωνίζομαι προθύμως, δέκα πρὸς δέκα Πλάτ. Νόμ. 833Ε· τινι, πρός τινα, Πολ. 516Ε· πρός τινα Πολύβ. 16. 21, 6· δ. περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πλάτ. Πολ. 517Ε· ἔν τινι αὐτόθι 563Α· ἂν καὶ ἔχει ὡσαύτως καὶ γεν. πράγμ., δ. λειοτέρας ὁδοῦ Νόμ. 833Β· - ὁ πρκμ. διημίλληται μετὰ παθ. σημασ., Λουκ. Παρασ. 58· - ῥημ. ἐπίθ. διαμιλλητέον Πλούτ. 2. 817D. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 473.
Greek Monotonic
διᾰμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ -ημιλλήθην, αποθ.: αντιμάχομαι ένθερμα, φιλονικώ, αντιπαλεύω με ζήλο, αγωνίζομαι πρόθυμα, τινι ή πρός τινα, σε Πλάτ.· περί τινος, στο ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσομαι aor1 -ημιλλήθην
Dep. to contend hotly, strive earnestly, τινι or πρός τινα Plat.; περί τινος Plat.