περιαλγής: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait affligé.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄλγος]].
|btext=ής, ές :<br />tout à fait affligé.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄλγος]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιαλγής -ές [περί, ἄλγος] hevig aangedaan.
}}
{{elru
|elrutext='''περιαλγής:''' [[крайне огорченный]], [[удрученный]] Plat., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιαλγής:''' -ές ([[ἄλγος]]), αυτός που είναι [[πολύ]] στενοχωρημένος, [[περίλυπος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''περιαλγής:''' -ές ([[ἄλγος]]), αυτός που είναι [[πολύ]] στενοχωρημένος, [[περίλυπος]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=περιαλγής -ές [περί, ἄλγος] hevig aangedaan.
}}
{{elru
|elrutext='''περιαλγής:''' [[крайне огорченный]], [[удрученный]] Plat., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-αλγής, ές [[ἄλγος]]<br />[[much]] pained, [[very]] [[sorrowful]], Plat.
|mdlsjtxt=περι-αλγής, ές [[ἄλγος]]<br />[[much]] pained, [[very]] [[sorrowful]], Plat.
}}
}}

Revision as of 23:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαλγής Medium diacritics: περιαλγής Low diacritics: περιαλγής Capitals: ΠΕΡΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: perialgḗs Transliteration B: perialgēs Transliteration C: perialgis Beta Code: perialgh/s

English (LSJ)

ές, (ἄλγος) A feeling extreme pain, mental or physical, opp. περιχαρής, Pl. R.462b, Plu.Fab.6. II very painful, φόνος Nic.Th.497. Adv. -γῶς D.C.78.24: Comp. -έστερον, κτείνειν Aret.SD1.13.

German (Pape)

[Seite 568] ές, um und um oder sehr Schmerz leidend, Ggstz von περιχαρής, Plat. Rep. V, 462 b; Nic. Th. 498 u. Sp., wie Plut. öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait affligé.
Étymologie: περί, ἄλγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαλγής -ές [περί, ἄλγος] hevig aangedaan.

Russian (Dvoretsky)

περιαλγής: крайне огорченный, удрученный Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιαλγής: -ές, (ἄλγος) ὁ αἰσθανόμενος σφοδρὸν ἄλγος, σφόδρα τεθλιμμένος, περίλυπος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιχαρής, Πλάτ. Πολ. 462Β, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 6. ― Ἐπίρρ. -γῶς, Δίων Κ. 78. 24.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αισθάνεται μεγάλο ψυχικό πόνο, ο πολύ θλιμμένος, περίλυπος
αρχ.
1. αυτός που αισθάνεται δυνατό σωματικό πόνο
2. αυτός που προξενεί δυνατούς πόνους.
επίρρ...
περιαλγώς / περιαλγῶς ΝΜΑ
με βαθιά θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. υπερ-αλγής].

Greek Monotonic

περιαλγής: -ές (ἄλγος), αυτός που είναι πολύ στενοχωρημένος, περίλυπος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

περι-αλγής, ές ἄλγος
much pained, very sorrowful, Plat.