Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλατάνιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πλάτανος]].
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πλάτανος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλατάνιστος -ου, ἡ [~ πλατύς] plataan.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰτάνιστος:''' (τᾰ) ἡ Hom., Her. = [[πλάτανος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτάνιστος:''' ἡ, = [[πλάτανος]] (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
|lsmtext='''πλᾰτάνιστος:''' ἡ, = [[πλάτανος]] (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλατάνιστος -ου, ἡ [~ πλατύς] plataan.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰτάνιστος:''' (τᾰ) ἡ Hom., Her. = [[πλάτανος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾰτάνιστος, ἡ, = [[πλάτανος]], [[quod vide|q.v.]], Il., Hdt.]
|mdlsjtxt=πλᾰτάνιστος, ἡ, = [[πλάτανος]], [[quod vide|q.v.]], Il., Hdt.]
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰνιστος Medium diacritics: πλατάνιστος Low diacritics: πλατάνιστος Capitals: ΠΛΑΤΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: platánistos Transliteration B: platanistos Transliteration C: platanistos Beta Code: plata/nistos

English (LSJ)

ἡ, earlier name for πλάτανος, Il.2.307, 310, Hdt.5.119, 7.27,31, Theoc.18.44, al.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, = πλάτανος; Il. 2, 307. 310; Her. 5, 119; Ap. Rh. 2, 733; χλοερά, Thall. 4 (IX, 220).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
c. πλάτανος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατάνιστος -ου, ἡ [~ πλατύς] plataan.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτάνιστος: (τᾰ) ἡ Hom., Her. = πλάτανος.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτάνιστος: ἡ, ἀρχαιότερον ὄνομα τῆς πλατάνου, Ἰλ. Β. 307, 310, Ἡρόδ. 5. 119., 7. 27, 31. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 374.

English (Autenrieth)

plane-tree, not unlike our maple, Il. 2.307.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως αρχαιότερη ονομασία) ο πλάτανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλάτανος.

Greek Monotonic

πλᾰτάνιστος: ἡ, = πλάτανος (βλ. αυτ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

πλᾰτάνιστος, ἡ, = πλάτανος, q.v., Il., Hdt.]