πολύκρανος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à plusieurs têtes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], *κρᾶνον (v. [[κρανίον]]).
|btext=ος, ον :<br />à plusieurs têtes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], *κρᾶνον (v. [[κρανίον]]).
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] veelkoppig.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκρᾱνος:''' [[многоголовый]] ([[δράκων]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκρᾱνος:''' -ον ([[κρανίον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύκρᾱνος:''' -ον ([[κρανίον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] veelkoppig.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκρᾱνος:''' [[многоголовый]] ([[δράκων]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κρᾱνος, ον, [[κρανίον]]<br />[[many]]-headed, Eur.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κρᾱνος, ον, [[κρανίον]]<br />[[many]]-headed, Eur.
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κρᾱνος Medium diacritics: πολύκρανος Low diacritics: πολύκρανος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: polýkranos Transliteration B: polykranos Transliteration C: polykranos Beta Code: polu/kranos

English (LSJ)

ον, many-headed, E. Ba.1017 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 665] vielköpfig, δράκων, Eur. Bacch. 1015.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, *κρᾶνον (v. κρανίον).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] veelkoppig.

Russian (Dvoretsky)

πολύκρᾱνος: многоголовый (δράκων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρανος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, πολυκέφαλος, Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυκέφαλοςπολύκρανος δράκων», Ευρ.)
2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό-κρανος].

Greek Monotonic

πολύκρᾱνος: -ον (κρανίον), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-κρᾱνος, ον, κρανίον
many-headed, Eur.