περιτείχισμα: Difference between revisions
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />enceinte de fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[περιτειχίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />enceinte de fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[περιτειχίζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιτείχισμα -ατος, τό [περιτειχίζω] belegeringsmuur. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιτείχισμα:''' ατος τό кольцевая стена, кольцо укреплений Thuc., Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιτείχισμα:''' τό, περιχαρακωμένος [[τείχος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''περιτείχισμα:''' τό, περιχαρακωμένος [[τείχος]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A wall of circumvallation, blockading wall, Th.3.25,5.2, X.HG1.3.5. 2 surrounding wall of a precinct, SIG818.5 (Ephesus, i A. D.).
German (Pape)
[Seite 596] τό, der mit einer Mauer umgebene, befestigte Ort, die Verschanzung; Thuc. 3, 25. 5, 2; Xen. Hell. 1, 3, 5; Plut.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
enceinte de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτείχισμα -ατος, τό [περιτειχίζω] belegeringsmuur.
Russian (Dvoretsky)
περιτείχισμα: ατος τό кольцевая стена, кольцо укреплений Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
περιτείχισμα: τό, τεῖχος πρὸς περιτείχισιν, πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 3. 25., 5. 2, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3. 5.
Greek Monolingual
το, ΝΑ περιτειχίζω
1. τείχος που περιβάλλει έναν τόπο, οχύρωμα
2. χώρος που έχει αποκλειστεί από τείχος, περιτειχισμένος χώρος.
Greek Monotonic
περιτείχισμα: τό, περιχαρακωμένος τείχος, σε Θουκ.
Middle Liddell
περιτείχισμα, ατος, τό,
a wall of circumvallation, Thuc.