πολύμητις: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> très prudent, très sage;<br /><b>2</b> très habile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μῆτις]]. | |btext=ιος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> très prudent, très sage;<br /><b>2</b> très habile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μῆτις]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύμητις -ιος [πολύς, μῆτις] zeer slim (Odysseus), zeer handig (Hephaestus). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύμητις:''' ιος adj. остроумный, изобретательный ([[Ὀδυσσεύς]], [[Ἣφαιστος]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύμητις:''' -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που σκέφτεται [[πολλά]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''πολύμητις:''' -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που σκέφτεται [[πολλά]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-μητις, ιος, ὁ, ἡ,<br />of [[many]] counsels, Hom. | |mdlsjtxt=[[πολύ]]-μητις, ιος, ὁ, ἡ,<br />of [[many]] counsels, Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ιος, ὁ, ἡ, of many counsels, of Odysseus, Il.1.311, Od.21.274, Ar.V.351; of Hephaestus, Il.21.355; πολυμήτιδι τέχνῃ Orph.A.126.
German (Pape)
[Seite 666] ὁ, ἡ, von viel Klugheit, sehr klug, gewandt; bei Hom. gew. Beiwort des Odysseus, wie auch Ar. Vesp. 351; auch des Hephästus, Il. 21, 355.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
1 très prudent, très sage;
2 très habile.
Étymologie: πολύς, μῆτις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύμητις -ιος [πολύς, μῆτις] zeer slim (Odysseus), zeer handig (Hephaestus).
Russian (Dvoretsky)
πολύμητις: ιος adj. остроумный, изобретательный (Ὀδυσσεύς, Ἣφαιστος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύμητις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ σκεπτόμενος, πολύβουλος, πολύφρων, πολυμήχανος, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Α. 311, Ὀδ. Φ. 274, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 351· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Φ. 355· πολυμήτιδι τέχνῃ Ὀρφ. Ἀργ. 124· ― οὕτω πολῠμήτης, ου, ὁ, Ἡσύχ.· ποιητ. πολῠμῆτα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532.
English (Autenrieth)
of many devices, crafty, shrewd, epithet of Odysseus; of Hephaestus, Il. 21.355.
Greek Monolingual
-ήτιος, ὁ, ἡ, Α
(προσωνυμία του Οδυσσέως και του Ηφαίστου) αυτός που έχει πολλή φρόνηση, πολύ συνετός, πολυμήχανος
(α. «πολύμητις Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.
β. «πολυμήτιος Ἡφαίστοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ. ποικιλό-μητις].
Greek Monotonic
πολύμητις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που σκέφτεται πολλά, σε Όμηρ.