πολυδάπανος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui dépense beaucoup, prodigue;<br /><b>2</b> qui cause beaucoup de dépenses, coûteux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δαπάνη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui dépense beaucoup, prodigue;<br /><b>2</b> qui cause beaucoup de dépenses, coûteux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δαπάνη]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυδάπανος -ον [πολύς, δαπάνη] veel kostend.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυδάπᾰνος:''' (δᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[сопряженный с большими расходами]], [[дорогостоящий]] (ἱρά Her.; [[τράπεζα]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[много тратящий]], [[расточительный]] (ἐξ εὐδιαίτου π. γεγενημένος Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυδάπᾰνος:''' -ον ([[δαπάνη]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προκαλεί [[μεγάλα]] έξοδα και δαπάνες, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[υπερβολικός]], [[σπάταλος]], [[πολυδάπανος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''πολυδάπᾰνος:''' -ον ([[δαπάνη]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προκαλεί [[μεγάλα]] έξοδα και δαπάνες, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[υπερβολικός]], [[σπάταλος]], [[πολυδάπανος]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυδάπανος -ον [πολύς, δαπάνη] veel kostend.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυδάπᾰνος:''' (δᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[сопряженный с большими расходами]], [[дорогостоящий]] (ἱρά Her.; [[τράπεζα]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[много тратящий]], [[расточительный]] (ἐξ εὐδιαίτου π. γεγενημένος Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-δάπᾰνος, ον, [[δαπάνη]]<br /><b class="num">I.</b> causing [[great]] [[expense]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> of a [[person]], [[extravagant]], Xen.
|mdlsjtxt=πολυ-δάπᾰνος, ον, [[δαπάνη]]<br /><b class="num">I.</b> causing [[great]] [[expense]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> of a [[person]], [[extravagant]], Xen.
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδάπᾰνος Medium diacritics: πολυδάπανος Low diacritics: πολυδάπανος Capitals: ΠΟΛΥΔΑΠΑΝΟΣ
Transliteration A: polydápanos Transliteration B: polydapanos Transliteration C: polydapanos Beta Code: poluda/panos

English (LSJ)

[δᾰ], ον, A causing great expense or outlay, ἱρά Hdt.2.137 (Comp.), cf.Porph.Abst.2.15; τράπεζα X.Lac.5.3. II of a person, expensive, extravagant, Id.Ap.19, Vett. Val.90.15. Adv. -νως D.S.1.52, Plot.1.4.7; at great expense, IGRom. 4.1241, 1242, 1273, JHS37.108 (Thyatira).

German (Pape)

[Seite 661] viel Aufwand machend, erfordernd; Her. 2, 137; Xen. Apol. 19; Sp., auch im adv.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui dépense beaucoup, prodigue;
2 qui cause beaucoup de dépenses, coûteux.
Étymologie: πολύς, δαπάνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυδάπανος -ον [πολύς, δαπάνη] veel kostend.

Russian (Dvoretsky)

πολυδάπᾰνος: (δᾰ)
1) сопряженный с большими расходами, дорогостоящий (ἱρά Her.; τράπεζα Xen.);
2) много тратящий, расточительный (ἐξ εὐδιαίτου π. γεγενημένος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυδάπᾰνος: -ον, ὁ προξενῶν πολλὴν δαπάνην, ἱρὰ Ἡρόδ. 2. 137· τράπεζα Ξεν. Λακ. 5. 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ πολλὰ δαπανῶν, ἄσωτος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 19. ― Ἐπιρρ. πολυδαπάνως, μετὰ πολλῆς δαπάνης, Διόδ. 1, 52.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυδάπανος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.)
2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος.
επίρρ...
πολυδαπάνως Α
1. αφειδώς, με σπατάλη («ἀνοιγομένου τοῦ στόματος [τῆς διώρυγος] και πάλιν κλειομένου φιλοτέχνως καὶ πολυδαπάνως», Διόδ.)
2. με πολλά έξοδα, ακριβοπληρωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάπανος «σπάταλος»].

Greek Monotonic

πολυδάπᾰνος: -ον (δαπάνη),
I. αυτός που προκαλεί μεγάλα έξοδα και δαπάνες, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. λέγεται για πρόσωπα, υπερβολικός, σπάταλος, πολυδάπανος, σε Ξεν.

Middle Liddell

πολυ-δάπᾰνος, ον, δαπάνη
I. causing great expense, Hdt., Xen.
II. of a person, extravagant, Xen.