βεκκεσέληνος: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />primitif ; simple, niais.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue ; -σέληνος de [[σελήνη]]. | |btext=ου (ὁ, ἡ)<br />primitif ; simple, niais.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue ; -σέληνος de [[σελήνη]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βεκκεσέληνος]] -ον [[βέκος]], [[σελήνη]] seniel, achterlijk. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βεκκεσέληνος:''' ирон. стародавний, т. е. простецкий, простоватый ([[μῶρος]] καὶ β. Arph.; [[λῆρος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βεκκεσέληνος:''' -ον ([[σελήνη]]), απαρχαιωμένος, [[υπέργηρος]], ξεμωραμένος, σε Αριστοφ. ([[νεολογισμός]] που δημιουργήθηκε από την [[ιστορία]] σχετικά με το [[βέκος]] στον Ηρόδ. 2. 2., και από τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι ήταν <i>προ-σέληνοι</i>). | |lsmtext='''βεκκεσέληνος:''' -ον ([[σελήνη]]), απαρχαιωμένος, [[υπέργηρος]], ξεμωραμένος, σε Αριστοφ. ([[νεολογισμός]] που δημιουργήθηκε από την [[ιστορία]] σχετικά με το [[βέκος]] στον Ηρόδ. 2. 2., και από τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι ήταν <i>προ-σέληνοι</i>). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[A [[word]] [[coined]] from the [[story]] [[about]] [[βέκος]] in Hdt. 2. 2, and the Arcadian [[claim]] of [[being]] προσέληνοι.] [[σελήνη]]<br />[[superannuated]], doting, Ar. | |mdlsjtxt=[A [[word]] [[coined]] from the [[story]] [[about]] [[βέκος]] in Hdt. 2. 2, and the Arcadian [[claim]] of [[being]] προσέληνοι.] [[σελήνη]]<br />[[superannuated]], doting, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (βέκος, cf. προσέληνος, and v. Hdt.2.2) = ἀρχαῖος, superannuated, doting, coined by Ar.Nu.398, cf. Plu.2.881a.
Spanish (DGE)
-ον
primitivo, ignorante ref. a Estrepsíades, Ar.Nu.398, cf. Plu.2.881a.
German (Pape)
[Seite 441] (nach Schol. Ar. Nubb. 397 auf die von Her. 2, 2 erzählte Sage gehend, daß βέκκος in der ältesten Sprache u. bei den Phrygern das Brot bedeutet, u. daß die Arkader προσέληνοι heißen; also) uralt, altfränkisch, einfältig; Ar. a. a. O.; Plut. plac. phil. 1, 7 λῆρος. Die Erkl. mondsüchtig scheint falsch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
primitif ; simple, niais.
Étymologie: orig. inconnue ; -σέληνος de σελήνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βεκκεσέληνος -ον βέκος, σελήνη seniel, achterlijk.
Russian (Dvoretsky)
βεκκεσέληνος: ирон. стародавний, т. е. простецкий, простоватый (μῶρος καὶ β. Arph.; λῆρος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βεκκεσέληνος: -ον, = ἀρχαῖος, ὁ διά τὴν ἀρχαιότητα ἀνίκανος, ἀνόητος, βλάξ, ὡς τὰ κρονικός, κρόνιος Ἀριστοφ. Νεφ. 398, πρβλ. Πλούτ. 2.881Α. (Ὁ Ἀριστοφάνης, φαίνεται, ἐδημιούργησε τήν λέξιν αἰνιττόμενος τὸ διήγημα περὶ τοῦ βέκος παρ’ Ἡροδ. 2.2. καὶ τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Ἀρκάδων ὅτι ἦσαν προσέληνοι).
Greek Monolingual
βεκκεσέλληνος, -ον (Α)
απαρχαιωμένος, ξεκουτιασμένος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βέκος + σελήνη, αν η λ. βέκος συνδεθεί με την έννοια της αρχαιότητας, ως η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι].
Greek Monotonic
βεκκεσέληνος: -ον (σελήνη), απαρχαιωμένος, υπέργηρος, ξεμωραμένος, σε Αριστοφ. (νεολογισμός που δημιουργήθηκε από την ιστορία σχετικά με το βέκος στον Ηρόδ. 2. 2., και από τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι ήταν προ-σέληνοι).
Middle Liddell
[A word coined from the story about βέκος in Hdt. 2. 2, and the Arcadian claim of being προσέληνοι.] σελήνη
superannuated, doting, Ar.