γοῦνα: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>nom.-acc. plur. de</i> [[γόνυ]].
|btext=<i>nom.-acc. plur. de</i> [[γόνυ]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γοῦνα]] -ων, τά, ep. plur., dat. γούνεσσι, zie [[γόνυ]].
}}
{{elru
|elrutext='''γοῦνα:''' [[γούνων]] эп. pl. к [[γόνυ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γοῦνα:''' [[γούνων]], ποιητ. πληθ. του [[γόνυ]].
|lsmtext='''γοῦνα:''' [[γούνων]], ποιητ. πληθ. του [[γόνυ]].
}}
{{elru
|elrutext='''γοῦνα:''' [[γούνων]] эп. pl. к [[γόνυ]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γοῦνα]] -ων, τά, ep. plur., dat. γούνεσσι, zie [[γόνυ]].
}}
}}

Revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοῦνα Medium diacritics: γοῦνα Low diacritics: γούνα Capitals: ΓΟΥΝΑ
Transliteration A: goûna Transliteration B: gouna Transliteration C: goyna Beta Code: gou=na

English (LSJ)

γούνων, poet. pl. of γόνυ (q.v.).

Spanish (DGE)

v. γόνυ.

German (Pape)

[Seite 503] = γούνατα, poet., s. γόνυ.

French (Bailly abrégé)

nom.-acc. plur. de γόνυ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοῦνα -ων, τά, ep. plur., dat. γούνεσσι, zie γόνυ.

Russian (Dvoretsky)

γοῦνα: γούνων эп. pl. к γόνυ.

Greek (Liddell-Scott)

γοῦνα: γούνων (οὐχὶ γουνῶν), ποιητ. πληθ. τοῦ γόνυ, ὅ ἴδε.

Greek Monolingual

η (Μ γούνα)
1. δέρμα ζώου κατεργασμένο χωρίς ν' αφαιρεθεί το τρίχωμα
2. πανωφόρι από γούνα ή με γούνινη επένδυση
νεοελλ.
φρ.
1. «είναι της γούνας μου μανίκι» — δεν έχει καμμία συγγένεια μαζί μου
2. «έχω ράμματα για τη γούνα σου» — έχω τη δύναμη και τον σκοπό να σέ τιμωρήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < (μσν. λατ.) gunna (λ. κελτικής προελεύσεως) ή, κατ' άλλους, < (σλαβ.) guna].

Greek Monotonic

γοῦνα: γούνων, ποιητ. πληθ. του γόνυ.