συνέψω: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire cuire avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἕψω]].
|btext=faire cuire avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἕψω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-έψω koken. verteren. Hp. Vict. 3.79.
}}
{{elru
|elrutext='''συνέψω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе варить]] Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе сплавлять]] (χαλκῷ Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βράζω]] ή [[ψήνω]] δύο πράγματα [[μαζί]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνέψομαι</i><br />α) (για καρπούς) [[ωριμάζω]]<br />β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕψω</i> «[[βράζω]], [[μαγειρεύω]], [[ψήνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βράζω]] ή [[ψήνω]] δύο πράγματα [[μαζί]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνέψομαι</i><br />α) (για καρπούς) [[ωριμάζω]]<br />β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕψω</i> «[[βράζω]], [[μαγειρεύω]], [[ψήνω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συνέψω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе варить]] Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе сплавлять]] (χαλκῷ Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-έψω koken. verteren. Hp. Vict. 3.79.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέψω Medium diacritics: συνέψω Low diacritics: συνέψω Capitals: ΣΥΝΕΨΩ
Transliteration A: synépsō Transliteration B: synepsō Transliteration C: synepso Beta Code: sune/yw

English (LSJ)

aor. συνέψησα SIG1171.16 (Lebena):—boil together, [κράμβῃ] τὰ λιπαρὰ τῶν κρεῶν Dsc.2.122, cf. PHolm.21.33, etc.; of the coction of humours, Hp.VM19 (Pass.); of digestion, Id.Vict.3.79; of urine retained and heating in the bladder, Id.Aër.9; of heat, cause to ferment, Thphr.CP1.21.2 (Pass.), etc.:—Pass., to be boiled together, Arist.Fr.110, Luc.JTr.30, Sor.2.13, Gal.13.39; to be boiled with or be smelted with, χαλκῷ Arist.Mir.835a11; κρέασι Thphr.HP9.18.2.--The pres. συνεψέω occurs in late writers, Gal.Vict.Att.115, Id.15.692, Aret.CA 1.2 (Pass.), Alex.Trall.Febr.3, Gp.8.36.2; cf. ἕψω: aor. συνῆψας is corrupt in Timocl.21.4 (leg. αἷσιν ἧψες).

German (Pape)

[Seite 1022] (s. ἕψω), mit od. zugleich kochen; Theophr.; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

faire cuire avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἕψω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έψω koken. verteren. Hp. Vict. 3.79.

Russian (Dvoretsky)

συνέψω:
1) вместе варить Plut., Luc.;
2) вместе сплавлять (χαλκῷ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συνέψω: μέλλ. -εψήσω, ἕψω, βράζω ὁμοῦ, οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ χελώνη νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. Ζεὺς Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι ὁμοῦ, χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. ἑψέω· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας.

Greek Monolingual

Α
1. βράζω ή ψήνω δύο πράγματα μαζί
2. παθ. συνέψομαι
α) (για καρπούς) ωριμάζω
β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕψω «βράζω, μαγειρεύω, ψήνω»].