λεπτουργής: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />finement travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἔργον]].
|btext=ής, ές :<br />finement travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτουργής:''' [[тонко сработанный]], [[изящный]] ([[ἔσθος]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπτουργής:''' -ές ([[ἔργω]]), [[πολύ]] λεπτά δουλεμένος, [[ψιλοδουλεμένος]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''λεπτουργής:''' -ές ([[ἔργω]]), [[πολύ]] λεπτά δουλεμένος, [[ψιλοδουλεμένος]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτουργής:''' [[тонко сработанный]], [[изящный]] ([[ἔσθος]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπτ-ουργής, ές [*[[ἔργω]]<br />[[finely]] worked, Hhymn.
|mdlsjtxt=λεπτ-ουργής, ές [*[[ἔργω]]<br />[[finely]] worked, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτουργής Medium diacritics: λεπτουργής Low diacritics: λεπτουργής Capitals: ΛΕΠΤΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: leptourgḗs Transliteration B: leptourgēs Transliteration C: leptourgis Beta Code: leptourgh/s

English (LSJ)

ές, finely worked, ἔσθος h.Hom.31.14: cut up small, ῥίζαι Nic.Fr.70.10.

German (Pape)

[Seite 31] ές, fein gearbeitet; ἔσθος, H. h. 31, 14; ῥίζαι, klein geschnitten, Nic. bei Ath. IV, 133 d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
finement travaillé.
Étymologie: λεπτός, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

λεπτουργής: тонко сработанный, изящный (ἔσθος HH).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτουργής: -ές, λεπτῶς εἰργασμένος, ἔσθος Ὁμηρ. Ὕμ. 31. 14· ― λεπτός, ἀδύνατος, ῥίζαι Νικ. Ἀποσπ. 3. 9.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπτουργής, -ές)
επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.)
αρχ.
λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -(F)εργής (< Fέργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].

Greek Monotonic

λεπτουργής: -ές (ἔργω), πολύ λεπτά δουλεμένος, ψιλοδουλεμένος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

λεπτ-ουργής, ές [*ἔργω
finely worked, Hhymn.