δίψιος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ας, ον :<br />qui a soif, altéré ; desséché.<br />'''Étymologie:''' [[δίψα]]. | |btext=α <i>ou</i> ας, ον :<br />qui a soif, altéré ; desséché.<br />'''Étymologie:''' [[δίψα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίψιος:''' и<br /><b class="num">1)</b> томящийся жаждой, т. е. высохший, сухой ([[κόνις]] Aesch., Soph.; [[χθών]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[иссушающий]] ([[πῦρ]] θεοῦ Eur.; ἐξ ὀμμάτων σταγόνες Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίψιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[δίψα]]), αυτός που διψά, διψασμένος, λέγεται και για πράγματα, [[ξηρός]], [[άνυδρος]], [[στεγνός]], σε Τραγ. | |lsmtext='''δίψιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[δίψα]]), αυτός που διψά, διψασμένος, λέγεται και για πράγματα, [[ξηρός]], [[άνυδρος]], [[στεγνός]], σε Τραγ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:35, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον A.Ch. 185, Nic.Th.147: (δίψα):—A thirsty, and of things, dry, parched, δ. κόνις A.Ag.495, S.Ant.246; χθών E.Alc.560; πῦρ θεοῦ Id.Rh.417; ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσι σταγόνες, perhaps tears checked in their flow, A.Ch.185; δίψιον, expld. by βεβλαμμένον, S.Fr.296, by βλαπτικόν, Hsch.; cf. δῖψαι. II causing thirst, ὕδατα Hermipp. ap. J.Ap.1.22; δ. σήψ Nic.Th.147; cf. διψάς ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 647] α, ον (auch 2 Endungen, Nic. Th. 147), durstig. Gew. übertr. von leblosen Dingen, dürr, trocken; κόνις Aesch. Ag. 481; Soph. Ant. 426; χθών Eur. Alc. 563; δίψιον πῦρ θεοῦ, Hitze, Rhes 417; Aesch. sagt ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες Ch. 183, wo man unnöthig διψίων geändert hat, auch nicht an Hes. Glosse δίψιον, βλαπτικόν zu denken braucht; δ. σήψ Nic. Th. 147 = διψάς, Schlange.
French (Bailly abrégé)
α ou ας, ον :
qui a soif, altéré ; desséché.
Étymologie: δίψα.
Russian (Dvoretsky)
δίψιος: и
1) томящийся жаждой, т. е. высохший, сухой (κόνις Aesch., Soph.; χθών Eur.);
2) иссушающий (πῦρ θεοῦ Eur.; ἐξ ὀμμάτων σταγόνες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δίψιος: -α, -ον, καὶ ος, ον Αἰσχύλ. Χο. 185, Νίκ. Θ. 147· (δίψα)· ― διψασμένος, διψαλέος, καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ξηρός, ἄνυδρος, διψία κόνις Αἰσχύλ. Ἀγ. 495, Σοφ. Ἀντ. 246, 249· χθὼν Εὐρ. Ἀλκ. 563· ― ἐν Αἰσχύλ. Χο. 185, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσι σταγόνες δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἐκ τοῦ Ἀγ. 887 (πρβλ. Blomf. ἐν τόπῳ, καὶ ἴδε πολυδίψιος), ἐνῷ ὁ Herm. ἑρμηνεύει: plenae desiderii, ποθειναί. ΙΙ. ὁ δίψαν προξενῶν, δ. σὴψ Νίκ. Θ. 147, πρβλ. διψὰς ΙΙ· καὶ τὸ δίψιος ἀναφέρεται ὡς = βλαβερὸς ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 279).
Greek Monolingual
-ία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. διψασμένος
2. (για πράγμ.) ξερός, άνυδρος
3. αυτός που προκαλεί δίψα.
Greek Monotonic
δίψιος: -α, -ον και -ος, -ον (δίψα), αυτός που διψά, διψασμένος, λέγεται και για πράγματα, ξηρός, άνυδρος, στεγνός, σε Τραγ.
Middle Liddell
adj adj δίψα
thirsty, athirst, and of things, thirsty, dry, parched, Trag.