διεκθέω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />traverser en courant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκθέω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />traverser en courant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκθέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διεκθέω:''' [[мчаться напролом]], [[прорываться]] (φεύγοντες καὶ διεκθέοντες Plut.; [[ἄχρι]] τῆς γῆς διεκθέων [[κεραυνός]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεκθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] διαμέσου έξω, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διεκθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] διαμέσου έξω, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεκθέω:''' [[мчаться напролом]], [[прорываться]] (φεύγοντες καὶ διεκθέοντες Plut.; [[ἄχρι]] τῆς γῆς διεκθέων [[κεραυνός]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run [[through]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run [[through]], Plut.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκθέω Medium diacritics: διεκθέω Low diacritics: διεκθέω Capitals: ΔΙΕΚΘΕΩ
Transliteration A: diekthéō Transliteration B: diektheō Transliteration C: diektheo Beta Code: diekqe/w

English (LSJ)

run through, extend, ἄχρι τῆς γῆς Arist.Mu.395a22; διά τινος Plu.2.666b: c. gen., ib.589d: abs., Id.Dio 30; ἐς ἔμετον, of bile, Aret.SA 2.5.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): διεκθείω Aret.CA 2.8.3
I intr.
1 lanzarse a través de, precipitarse del relámpago βιαίως ἄχρι τῆς γῆς διεκθέον Arist.Mu.395a22
pasar a través c. gen. διεκθεῖν τῶν (ἐχόντων) μανοτέρους (πόρους) Plu.2.916e, c. διά: δι' ὧν φωναί τε καὶ ὀσμαὶ διεκθέουσιν Plu.2.666b
salir ἐν οὐρήσει διεκθείουσι οἱ λίθοι Aret.l.c.
2 correr de un lado para otro τῶν φευγόντων Συρακουσίων ... καὶ διεκθεόντων Plu.Dio 30.
II tr.
1 hacer salir, precipitar hacia afuera de la bilis διεκθέει ἐς ἔμετον τὰ ἐν τῷ στομάχῳ ἁλιζόμενα Aret.SA 2.5.1.
2 sobrepasar corriendo, a la carrera αὐτούς App.BC 2.80.
3 traspasar αἱ πληγαὶ ... τὰ δ' ἄλλ' ἀδήλως διεκθέουσαι λανθάνουσιν Plu.2.589d.

German (Pape)

[Seite 618] (s. θέω), durch- und herauslaufen; Arist. mund. 4; Plut. Pelop. 17 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
traverser en courant.
Étymologie: διά, ἐκθέω.

Russian (Dvoretsky)

διεκθέω: мчаться напролом, прорываться (φεύγοντες καὶ διεκθέοντες Plut.; ἄχρι τῆς γῆς διεκθέων κεραυνός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διεκθέω: μέλλ. -θεύσομαι, τρέχω διὰ μέσου ἔξω, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 19, Πλούτ. Πελοπ. 17.

Greek Monolingual

διεκθέω (AM) εκθέω
τρέχω προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι.

Greek Monotonic

διεκθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω διαμέσου έξω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run through, Plut.