δινωτός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fait au tour ; ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινητή IL bouclier couvert sur toute sa surface ronde de peaux et d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[δῖνος]].
|btext=ή, όν :<br />fait au tour ; ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινητή IL bouclier couvert sur toute sa surface ronde de peaux et d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[δῖνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῑνωτός:''' [[обточенный в виде круга]], [[закругленный]]: χαλκῷ δ. Hom. сработанный в виде медного круга.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῑνωτός:''' -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από [[δινόω]]), [[τορνευτός]], [[στρογγυλός]], σε Όμηρ.· <i>νώροπι χαλκῷ δινωτήν</i> (ενν. <i>ἀσπίδα</i>), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δῑνωτός:''' -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από [[δινόω]]), [[τορνευτός]], [[στρογγυλός]], σε Όμηρ.· <i>νώροπι χαλκῷ δινωτήν</i> (ενν. <i>ἀσπίδα</i>), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῑνωτός:''' [[обточенный в виде круга]], [[закругленный]]: χαλκῷ δ. Hom. сработанный в виде медного круга.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [as if from [[δινόω]]<br />turned, [[rounded]], Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα] [[covered]] all [[round]] with [[brazen]] plates, Il.
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [as if from [[δινόω]]<br />turned, [[rounded]], Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα] [[covered]] all [[round]] with [[brazen]] plates, Il.
}}
}}

Revision as of 12:54, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑνωτός Medium diacritics: δινωτός Low diacritics: δινωτός Capitals: ΔΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: dinōtós Transliteration B: dinōtos Transliteration C: dinotos Beta Code: dinwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A turned, rounded, λέχη, κλισίη, Il.3.391, Od.19.56; ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν (sc. ἀσπίδα) covered with… circular plates (or adorned with spirals), Il.13.407; θρόνος A.R.3.44. II whirling, κύκλοι Parm.1.7; πτέρυγες Epic.Alex.Adesp. 4.14 Pap.

Spanish (DGE)

(δῑνωτός) -ή, -όν
• Grafía: graf. δειν- Hsch.
• Prosodia: [-ῐ- Man.6.577]
I 1redondo, ἀσπίς Il.13.407, Θυτήριον Arat.440, σάκος A.R.4.222, cf. AP 6.219 (Antip.Sid.), λίθος AP 16.306 (Leon.), ὦμοι Man.l.c., πόλος Nonn.D.1.364, 2.163.
2 torneado, aunque tal vez decorado con círculos o espirales λέχη Il.3.391, κλισίη δ. ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ Od.19.56, θρόνος A.R.3.44, δ. μολίβοιο ... κύβος Opp.H.4.83, cf. IG 22.1440.35 (IV a.C.), Hsch., Eust.1715.42.
II que gira, que da vueltas κύκλοι Parm.B 1.7, Arat.462, ἄστρων Κύκλος Ps.Emp.Sphaer.54, σκολιῇσι δράκων δ. ἀκάνθαις Nonn.D.12.319, cf. 38.162.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait au tour ; ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινητή IL bouclier couvert sur toute sa surface ronde de peaux et d'airain.
Étymologie: δῖνος.

Russian (Dvoretsky)

δῑνωτός: обточенный в виде круга, закругленный: χαλκῷ δ. Hom. сработанный в виде медного круга.

Greek (Liddell-Scott)

δῑνωτός: -ή, -όν, (δινόω) τορνευτός, στρογγύλος, ἀσπίς, λέχος Ἰλ. Γ. 391, Ὀδ. Τ. 56· ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν [ἐνν. ἀσπίδα], κατεσκευασμένην κυκλοτερῶς διὰ δερμάτων βοῶν καὶ χαλκῶν πλακῶν, Ἰλ. Ν. 407.

Greek Monolingual

δινωτός, -ή, -όν (Α) δίνος
1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος
2. σκεπασμένος γύρω γύρω
3. περιστροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ (-όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. qeqinomeno, qeqinoto, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην κατεργασία του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (πρβλ. και βινέω)].

Greek Monotonic

δῑνωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από δινόω), τορνευτός, στρογγυλός, σε Όμηρ.· νώροπι χαλκῷ δινωτήν (ενν. ἀσπίδα), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

adj [as if from δινόω
turned, rounded, Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα] covered all round with brazen plates, Il.