δυσβάστακτος: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, accablant.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[βαστάζω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, accablant.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[βαστάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσβάστακτος:''' [[трудный для ношения]], [[неудобопереносимый]] (διὰ [[μέγεθος]] Plut.; φορτία NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσβάστακτος:''' -ον ([[βαστάζω]]), αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να υπομείνει, [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], [[επαχθής]], δυσβάσταχτος, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''δυσβάστακτος:''' -ον ([[βαστάζω]]), αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να υπομείνει, [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], [[επαχθής]], δυσβάσταχτος, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, intolerable, grievous to be borne, LXX Pr. 27.3, Ev.Matt.23.4, Plu.2.915f, etc.; of persons, Antisth. ap. Ph.2.449.
Spanish (DGE)
-ον
1 de concr. difícil de sujetar o asir κριθαί Plu.2.915f, ἄμμος LXX Pr.27.3, φορτία Eu.Matt.23.4
•fig. de abstr. inaguantable ὁ ἀστεῖος Antisth.106, κόρος τῶν ἀνθρώπων Sch.Pi.N.10.37, cf. Orac.Sib.8.327, del pecado, Chrys.M.49.309.
2 adv. -ως de forma poco llevadera Hsch.s.u. ἀβαστάκτως.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu tragen; Plut. qu. nat. 16; N. T. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter, accablant.
Étymologie: δυσ-, βαστάζω.
Russian (Dvoretsky)
δυσβάστακτος: трудный для ношения, неудобопереносимый (διὰ μέγεθος Plut.; φορτία NT).
Greek (Liddell-Scott)
δυσβάστακτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 4, Πλούτ. 2. 915F, κτλ.
English (Strong)
from δυσ- and a derivative of βαστάζω; oppressive: grievous to be borne.
English (Thayer)
δυσβάστακτον (βαστάζω), hard (A. V. grievous) to be borne: T WH text omit; Tr brackets δυσβάστακτος and φορτία δυσβάστακτα, said of precepts hard to obey, and irksome. (the Sept. Philo, omn. prob. book § 5; Plutarch, quaest. nat. c. 16,4, p. 915f.)
Greek Monolingual
και δυσβάσταχτος, -η, -ο (AM δυσβάστακτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα βαστάζεται εξαιτίας του βάρους του («φορτία δυσβάστακτα»)
2. αφόρητος, καταθλιπτικός, αβάσταχτος («φόροι δυσβάστακτοι»).
Greek Monotonic
δυσβάστακτος: -ον (βαστάζω), αυτός που δύσκολα μπορεί κάποιος να υπομείνει, ανυπόφορος, αφόρητος, επαχθής, δυσβάσταχτος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
δυσ-βάστακτος, ον βαστάζω
grievous to bear, NTest.
Chinese
原文音譯:dusb£staktoj 低士-巴士他克拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:難-(有)負擔(的)
字義溯源:難忍的,難擔的,重負的;由(δυσ)*=難)與(βαστάζω)*=舉起)組成。(註:和合本有時將 (δυσβάστακτος)當作 (δυσ)與 (βαστάζω)兩個編號)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 難擔的(2) 太23:4; 路11:46