δυσκατέργαστος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à exécuter, à accomplir ; difficile à achever, à tuer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κατεργάζομαι]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à exécuter, à accomplir ; difficile à achever, à tuer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κατεργάζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκατέργαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[трудно исполнимый]] (sc. πράγματα Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[с которым трудно покончить]] ([[τύραννος]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσκατέργαστος:''' -ον, = [[δυσκατάπρακτος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσκατέργαστος:''' -ον, = [[δυσκατάπρακτος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκατέργαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[трудно исполнимый]] (sc. πράγματα Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[с которым трудно покончить]] ([[τύραννος]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κατέργαστος, ον = [[δυσκατάπρακτος]], Xen.]
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κατέργαστος, ον = [[δυσκατάπρακτος]], Xen.]
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατέργαστος Medium diacritics: δυσκατέργαστος Low diacritics: δυσκατέργαστος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskatérgastos Transliteration B: dyskatergastos Transliteration C: dyskatergastos Beta Code: duskate/rgastos

English (LSJ)

ον, A hard to work, λίθος Str.17.1.33; καρποὶ - ότεροι slower to mature, Thphr.CP1.14.4; hard of digestion, Dsc.2.93, Ph.2.244. II = δυσκατάπρακτος, X.Mem.4.2.7 (Comp.). III hard to tame, γένος ταύρων Agatharch.76 (Sup.); hard to overcome, Luc.Tyr. 15.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de llevar a término, difícil de conseguir el actuar en política sin preparación, X.Mem.4.2.7, cf. Phlp.in Mete.92.19
bot. difícil de llevar a maduración καρποί Thphr.CP 1.14.4.
2 difícil de trabajar λίθος Str.17.1.33, Plu.2.455d, πέτρα Longin.Rh.207.
3 difícil de vencer o dominar περιωδυνίαι Dsc.Ther.7, ὁ τύραννος Luc.Tyr.15, τὰ πάθη Chrys.M.51.327, ὅστις τοὺς θεοὺς τιμᾷ Sch.A.Th.596f.
4 medic., de alimentos difícil de digerir o asimilar, indigesto τροφή Mnesith.Ath.26.4, ὕδατα Thphr.Fr.159, cf. Aët.3.165, de moluscos, Mnesith.Ath.36.3, Diph.Siph. en Ath.91f, de algunos pescados, Dsc.2.93, Ath.356d, κέγχρος Phylotim.6, τὸ ὠμόν Sor.1.17.103, βόεια κρέα Gal.1.630, cf. Thphr.HP 9.16.9, Ph.2.244, Phlp.in GA 248.20, Paul.Aeg.3.37.4
neutr. subst. τὸ δ. dificultad para ser asimilado διὰ τὸ ... ἐπιπολαστικὸν φύσει καὶ δυσκατέργαστον por su tendencia natural a flotar en el estómago y su dificultad para ser asimilado de los frutos secos, Heraclid.71.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bearbeiten, λίθος Strab. XVII p. 808; Poll. 5, 105; – schwer zu verdauen, Theophr.; vgl. Ath. II, 42 c; – schwer zu erarbeiten, zu erreichen, im compar., Xen. Mem. 4, 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à exécuter, à accomplir ; difficile à achever, à tuer.
Étymologie: δυσ-, κατεργάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατέργαστος:
1) трудно исполнимый (sc. πράγματα Xen.);
2) с которым трудно покончить (τύραννος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατέργαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατεργασθῇ τις, λίθος, Στράβ. 808· καρποὶ δυσκατεργαστότεροι, δυσπεπτότεροι, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 14, 4. ΙΙ. = δυσκατάπρακτος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσκατέργαστος, -ον)
αυτός που δύσκολα μπορεί να υποστεί επεξεργασία
μσν.
(για τόπο ή οχυρό) αυτός που δύσκολα ανέχεται κατοχή, ο δυσκολοκυβέρνητος
αρχ.
1. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά
2. αυτός που χωνεύεται δύσκολα
3. αυτός που δύσκολα δαμάζεται ή εξημερώνεται.

Greek Monotonic

δυσκατέργαστος: -ον, = δυσκατάπρακτος, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-κατέργαστος, ον = δυσκατάπρακτος, Xen.]