δυσφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[δυσφορέω]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[δυσφορέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσφόρητος:''' [[невыносимый]] ([[σάρξ]] Eur. - [[varia lectio|v.l.]] [[διαφόρητος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσφόρητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα υποφέρεται, [[ανυπόφορος]], [[αβίωτος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δυσφόρητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα υποφέρεται, [[ανυπόφορος]], [[αβίωτος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσφόρητος:''' [[невыносимый]] ([[σάρξ]] Eur. - [[varia lectio|v.l.]] [[διαφόρητος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσφόρητος]], ον [from [[δυσφορέω]]<br />[[hard]] to [[bear]], Eur.
|mdlsjtxt=[[δυσφόρητος]], ον [from [[δυσφορέω]]<br />[[hard]] to [[bear]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφόρητος Medium diacritics: δυσφόρητος Low diacritics: δυσφόρητος Capitals: ΔΥΣΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysphórētos Transliteration B: dysphorētos Transliteration C: dysforitos Beta Code: dusfo/rhtos

English (LSJ)

ον, hard to be borne, Hsch.; f. l. for διαφόρητος, E.Cyc.344.

Spanish (DGE)

-ον
I 1sent. fís. estancado, que no puede fluir de la sangre cuando se forma un trombo, Gal.16.160.
2 insoportable, insufrible, maldito ζέσας σὴν σάρκα δυσφόρητον hirviendo tu maldita carne E.Cyc.344 (cód.), cf. Hsch., δυσφορητότερον εἶναι τοῦ παρ' ἐχθρῶν πολέμου τὰς τῶν οἰκείων ἐπαναστάσεις Eus.M.23.344A, δυσφόρητον ... ἐστιν ἀνθρώπῳ τὸ ἐλέγχεσθαι Cyr.Al.Luc.1.153, ἁμαρτία Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4.15, δυσφημία Cyr.Al.M.69.181B, ἡ ... σοδομουμένη ψυχή Nil.M.79.424B.
II adv. -ως aguantando mal, con dificultad Cyr.Al.M.70.48D.

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu ertragen; σάρξ Eur. Cycl. 343, d. i. schwer zu verdauen, Herm. lies't διαφόρητος, zerrissen. – Adv., δυσφορήτως ἔχω, = δυσφορῶ, Ios.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσφορέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσφόρητος: невыносимый (σάρξ Eur. - v.l. διαφόρητος).

Greek (Liddell-Scott)

δυσφόρητος: -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, δύσοιστος Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.

Greek Monolingual

δυσφόρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται κανείς.

Greek Monotonic

δυσφόρητος: -ον, αυτός που δύσκολα υποφέρεται, ανυπόφορος, αβίωτος, σε Ευρ.

Middle Liddell

δυσφόρητος, ον [from δυσφορέω
hard to bear, Eur.