εἰκαστός: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />comparable à, τινι.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εἰκάζω]].
|btext=ή, όν :<br />comparable à, τινι.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εἰκάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκαστός:''' [[похожий]], [[подобный]] (μορφῇ εἰ. [[ὥστε]] τι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰκαστός:''' -ή, -όν ([[εἰκάζω]]), αυτός που μπορεί να συγκριθεί, [[παρόμοιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">• [[εἰκαστός]]:</b> ὁ, ἡ, ([[εἴκοσι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εικοστός]], σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. επίσης [[ἐεικοστός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εἰκοστή]], <i>ἡ</i>, ο [[φόρος]] του εικοστού, Λατ. [[vicesima]], που επιβάλλονταν από τους Αθηναίους για εισαγωγές και εξαγωγές από τους συμμάχους τους αντί άλλου φόρου, σε Θουκ.
|lsmtext='''εἰκαστός:''' -ή, -όν ([[εἰκάζω]]), αυτός που μπορεί να συγκριθεί, [[παρόμοιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">• [[εἰκαστός]]:</b> ὁ, ἡ, ([[εἴκοσι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εικοστός]], σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. επίσης [[ἐεικοστός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εἰκοστή]], <i>ἡ</i>, ο [[φόρος]] του εικοστού, Λατ. [[vicesima]], που επιβάλλονταν από τους Αθηναίους για εισαγωγές και εξαγωγές από τους συμμάχους τους αντί άλλου φόρου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκαστός:''' [[похожий]], [[подобный]] (μορφῇ εἰ. [[ὥστε]] τι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἰκαστός]], ή, όν [[εἰκάζω]]<br />[[comparable]], [[similar]], Soph.
|mdlsjtxt=[[εἰκαστός]], ή, όν [[εἰκάζω]]<br />[[comparable]], [[similar]], Soph.
}}
}}

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκαστός Medium diacritics: εἰκαστός Low diacritics: εικαστός Capitals: ΕΙΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eikastós Transliteration B: eikastos Transliteration C: eikastos Beta Code: ei)kasto/s

English (LSJ)

ή, όν, A comparable, similar, S.Tr. 699. 2 apprehended through an image, opp. αἰσθητός, Ascl.in Metaph.142.10, Iamb.Comm.Math.8, Sch.Pl.R.509d. 3 conjectural, Procl.in Alc.p.23 C.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 comparable, semejante (τὸ κάταγμα) μορφῇ ... εἰκαστὸν ὥστε πρίονος ἐκβρώματ' ἂν βλέψειας ἐν τομῇ ξύλου (el copo de lana) (se volvió) semejante en la forma a como se pueden ver las serraduras de la sierra al cortar madera S.Tr.699, διὰ παρευρέσεως εἰκαστῆς mediante semejante pretexto, BGU 1244.26 (III a.C.).
2 conjetural, hipotético ἐν μὲν τοῖς δοξαστοῖς τῶν πραγμάτων καὶ εἰκαστοῖς Procl.in Alc.23.
3 conjetural, virtual de la percepción de sombras e imágenes en espejos, op. αἰσθητός y δοξαστός Iambl.Comm.Math.8, cf. Ascl.in Metaph.142.10, Sch.Pl.R.509dH.

German (Pape)

[Seite 726] abgebildet, ähnlich, Soph. Tr. 699.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
comparable à, τινι.
Étymologie: adj. verb. de εἰκάζω.

Russian (Dvoretsky)

εἰκαστός: похожий, подобный (μορφῇ εἰ. ὥστε τι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, παρόμοιος, Σοφ. Τρ. 699.

Greek Monolingual

εἰκαστός, -ή, -όν (Α) εικάζω·1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, παρόμοιος
2. νοητός, αντιληπτός με εικόνες
3. αυτός που προέρχεται από εικασία.

Greek Monotonic

εἰκαστός: -ή, -όν (εἰκάζω), αυτός που μπορεί να συγκριθεί, παρόμοιος, σε Σοφ.
εἰκαστός: ὁ, ἡ, (εἴκοσι),
I. εικοστός, σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. επίσης ἐεικοστός, σε Ομήρ. Ιλ.
II. εἰκοστή, , ο φόρος του εικοστού, Λατ. vicesima, που επιβάλλονταν από τους Αθηναίους για εισαγωγές και εξαγωγές από τους συμμάχους τους αντί άλλου φόρου, σε Θουκ.

Middle Liddell

εἰκαστός, ή, όν εἰκάζω
comparable, similar, Soph.