εἰκαστικός: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de conjecturer : τὸ εἰκαστικόν LUC conjecture.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de conjecturer : τὸ εἰκαστικόν LUC conjecture.<br />'''Étymologie:''' [[εἰκάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰκαστικός:''' грам. выражающий предположение или сомнение (ἐπιρρήματα). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰκαστικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]] για [[αναπαράσταση]] ή πιθανολόγηση· <i>τὸ εἰκαστικόν</i>, η [[ικανότητα]], η [[δύναμη]] του να εικάζει [[κάποιος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''εἰκαστικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]] για [[αναπαράσταση]] ή πιθανολόγηση· <i>τὸ εἰκαστικόν</i>, η [[ικανότητα]], η [[δύναμη]] του να εικάζει [[κάποιος]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εἰκαστικός]], ή, όν<br />[[able]] to [[represent]] or [[conjecture]]: τὸ εἰκαστικόν the [[faculty]] of conjecturing, Luc. | |mdlsjtxt=[[εἰκαστικός]], ή, όν<br />[[able]] to [[represent]] or [[conjecture]]: τὸ εἰκαστικόν the [[faculty]] of conjecturing, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A able to represent: ἡ εἰκαστικὴ τέχνη the art of copying or portraying, Pl.Sph.235d, etc. II able to conjecture or liable to conjecture, ψευδῶν Ph.1.160; τὸ εἰκαστικόν = the faculty of conjecturing, Luc.Alex.22. Adv. εἰκαστικῶς = conjecturally, Phld. Rh.2.91 S. (dub.), Procl.in Alc.p.23 C. 2 τὸ εἰκαστικόν = matter of conjecture, Vett.Val.312.32.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I descriptivo, capaz de representar o copiar ἡ εἰκαστικὴ ... τέχνη el arte de la representación Pl.Sph.235d, de la música, Pl.Lg.668a, εἰκόνα εἴποις ἂν τὸ πρᾶγμα καὶ τὸν ἄνδρα εἰκαστικόν Poll.7.127, ἀλληγορία Eust.1238.48.
II en el plano mental
1 conjeturable ἡ περὶ τὸ ποιὸν τῆς ὕλης θεωρία Ptol.Tetr.1.2.15
•dudoso, impreciso de algunas observaciones astrol., Vett.Val.299.26.
2 creador de imágenes, fabulador c. gen. obj. ὁ δὲ νοῦς ... ὁ ψευδῶν εἰ. la mente creadora de engaños Ph.1.160, ἡ τῶν εὐλόγων εἰ. ... μυθοποιία Ph.1.166
•neutr. subst. τὸ εἰ. la facultad de conjeturar o imaginar τὸ εἰ. τῇ ἐπινοίᾳ προσάπτων Luc.Alex.22.
III adv. εἰκαστικῶς = conjetural, hipotéticamente op. τεχνικῶς y ἐπιστημόνως Phld.Rh.2.91, ὁ περὶ τῶν ἀναγκαίων εἰ. λέγων el que habla conjeturalmente de los seres necesarios Procl.in Alc.23, λέγει δὲ εἰ. ὡς ... Sch.A.Th.617-619, cf. Poliorc.268.2.
German (Pape)
[Seite 726] abbildend; τέχνη εἰκαστική Plat. Soph. 235 d u. öfter, = ἡ εἰκόνας ἀπεργαζομένη; – vermuthend, τὸ εἰκ., Muthmaßung, Luc. Alex. 22; εἰκαστικὰ ἐπιῤῥήματα, zweifelnde Adverbia. – Adv. εἰκαστικῶς, vermuthungsweise, Poll.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l'art de conjecturer : τὸ εἰκαστικόν LUC conjecture.
Étymologie: εἰκάζω.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαστικός: грам. выражающий предположение или сомнение (ἐπιρρήματα).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς παράστασιν· ἡ εἰκαστικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἀντιγράφειν ἢ ἀπεικονίζειν, Πλάτ. Σοφ. 235D, κτλ. ΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εἰκάζειν, εὐφυὴς εἰς τὸ συμπεραίνειν, τὸ εἰκαστικόν, ἡ δύναμις τοῦ εἰκάζειν, Λουκ. Ἀλέξ. 22· τὰ εἰκαστικὰ (ἐνν. ἐπιρρήματα), τὰ σημαίνοντα ἀμφιβολίαν, Γαζῆς: - Ἐπίρρ. -κῶς· «εἰκαστικῶς, ὁμοιωτικῶς» Πολυδ. Δ΄, 10.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM εἰκαστικός, -ή, -όν) εικαστός
1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός
2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει
3. «εικαστικές τέχνες» — αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο
ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική.
Greek Monotonic
εἰκαστικός: -ή, -όν, ικανός για αναπαράσταση ή πιθανολόγηση· τὸ εἰκαστικόν, η ικανότητα, η δύναμη του να εικάζει κάποιος, σε Λουκ.
Middle Liddell
εἰκαστικός, ή, όν
able to represent or conjecture: τὸ εἰκαστικόν the faculty of conjecturing, Luc.