εἵργνυμι: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf. épq.</i> [[ἐέργνυν]];<br /><i>c.</i> [[εἵργω]].
|btext=<i>impf. épq.</i> [[ἐέργνυν]];<br /><i>c.</i> [[εἵργω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἵργνῡμι:''' Hom. (только impf. [[ἐέργνυν]]) = [[εἵργω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἵργνῡμι:''' = [[εἴργω]], [[ἔργω]], [[κλείνω]], [[κλειδώνω]], [[σωπαίνω]], Επικ. παρατ. [[ἐέργνυν]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εἵργνῡμι:''' = [[εἴργω]], [[ἔργω]], [[κλείνω]], [[κλειδώνω]], [[σωπαίνω]], Επικ. παρατ. [[ἐέργνυν]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἵργνῡμι:''' Hom. (только impf. [[ἐέργνυν]]) = [[εἵργω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[εἴργω]], [[ἔργω]],]<br />to [[shut]] in or up, epic imperf. [[ἐέργνυν]], Od.
|mdlsjtxt== [[εἴργω]], [[ἔργω]],]<br />to [[shut]] in or up, epic imperf. [[ἐέργνυν]], Od.
}}
}}

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἵργνῡμι Medium diacritics: εἵργνυμι Low diacritics: είργνυμι Capitals: ΕΙΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: heírgnymi Transliteration B: heirgnymi Transliteration C: eirgnymi Beta Code: ei(/rgnumi

English (LSJ)

(-ύω And.4.27), Ep. impf. ἐέργνυ:—shut in or up, Od. 10.238.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): εἰργ- Them.Or.21.260d
• Morfología: [impf. 3a sg. ἐέργνυ Od.10.238]
encerrar, hacer prisionero a los compañeros de Odiseo ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.l.c., τοὺς δ' ἄλλους I.BI 1.71, cf. 245, τὸν Ἀγρίππαν I.BI 2.180, μηδὲ ζωγράφους εἰργνύναι Them.l.c., en v. pas. δεσμοῖς εἴργνυται Eus.MP 4.13.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. ἐέργνυν;
c. εἵργω.

Russian (Dvoretsky)

εἵργνῡμι: Hom. (только impf. ἐέργνυν) = εἵργω.

Greek (Liddell-Scott)

εἵργνῡμι: ἢ -ύω, = εἴργω, ἐγκαταλείπω, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Ὀδ. κ. 238· ῥίπτω εἰς τὸ δεσμωτήριον, καθείργω, τοὺς μὲν ἀφαιρούμενος, τοὺς δὲ εἱργνύων Ἀνδοκ. 32. 36.

Greek Monolingual

εἵργνυμι και εἱργνύω (Α)
1. κλείνω μέσα, εγκλείω
2. ρίχνω στη φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του είργω, σχηματισμένος κατά τα σε -μι].

Greek Monotonic

εἵργνῡμι: = εἴργω, ἔργω, κλείνω, κλειδώνω, σωπαίνω, Επικ. παρατ. ἐέργνυν, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

= εἴργω, ἔργω,]
to shut in or up, epic imperf. ἐέργνυν, Od.