εὐδικία: Difference between revisions

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bon droit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δίκη]].
|btext=ας (ἡ) :<br />bon droit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δίκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδῐκία:''' ἡ [[правосудие]], [[справедливый суд]] Plut.: εὐδικίας ἀνέχειν Hom. творить правосудие.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐδικία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[δίκη]]), δίκαιη [[αντιμετώπιση]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εὐδικία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[δίκη]]), δίκαιη [[αντιμετώπιση]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδῐκία:''' ἡ [[правосудие]], [[справедливый суд]] Plut.: εὐδικίας ἀνέχειν Hom. творить правосудие.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-δικία, ἡ, [[δίκη]]<br />[[righteous]] dealing, Od.
|mdlsjtxt=εὐ-δικία, ἡ, [[δίκη]]<br />[[righteous]] dealing, Od.
}}
}}

Revision as of 13:14, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδῐκία Medium diacritics: εὐδικία Low diacritics: ευδικία Capitals: ΕΥΔΙΚΙΑ
Transliteration A: eudikía Transliteration B: eudikia Transliteration C: evdikia Beta Code: eu)diki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (δίκη) righteous dealing, righteousness, εὐδικίας ἀνέχῃσι Od.19.111; εὐδικίῃ righteously, A.R.4.343; σύντροφος εὐδικίης IG3.1151; ὃς εὐδικίῃς ἀγανῇσι σῶσε… πόλιας Epigr.Gr.915, cf. BCH50.444 (Thespiae, iv A.D.): also in late Prose, Phld.Hom.p.43 O., Ph.1.664, Plu.2.781f.

German (Pape)

[Seite 1062] ἡ (das gute Recht), Gerechtigkeit, εὐδικίας ἀνέχειν, Recht u. Gerechtigkeit aufrecht erhalten, Od. 19, 111; εὐδικίῃ, mit Recht, Ap. Rh. 4, 342; öfter bei Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon droit.
Étymologie: εὖ, δίκη.

Russian (Dvoretsky)

εὐδῐκία:правосудие, справедливый суд Plut.: εὐδικίας ἀνέχειν Hom. творить правосудие.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδικία: Ἰων. -ίη, ἡ, (δίκη) δίκαιος τρόπος, δικαιοσύνη, ἐν τῷ πληθ., εὐδικίας ἀνέχειν Ὀδ. Τ. 111· εὐδικίῃ, δικαίως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 343· σύντροφος εὐδικίης Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 246· ὃς εὐδοκίῃς ἀγανῇσι σῶσε… πόλιας αὐτόθι 373, πρβλ. 2859. - ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλούτ. 2. 781F.

Greek Monolingual

εὐδικία και ιων. τ. εὐδικίη, ἡ (Α) εύδικος
1. δίκαιη συμπεριφορά, δικαιοσύνη («τὸ ἐν πόλεσι φέγγος εὐδικίας, Πλούτ.)
2. (η δοτ. ως επίρρ.) εὐδικίῃ
δικαίως.

Greek Monotonic

εὐδικία: Ιων. -ίη, ἡ (δίκη), δίκαιη αντιμετώπιση, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

εὐ-δικία, ἡ, δίκη
righteous dealing, Od.