θειώδης: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες:<br />sulfureux.<br />'''Étymologie:''' [[θεῖον]]², -ωδης. | |btext=<span class="bld">1</span>ης, ες:<br />sulfureux.<br />'''Étymologie:''' [[θεῖον]]², -ωδης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θειώδης:''' [[цвета серы]] (θώρακες NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θειώδης]], -ῶδες (Μ)<br />[[θείος]] (Ι)]<br />αυτός που μοιάζει με τον θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θειωδώς</i> (AM, Α παπ. και θειώδως)<br />με [[θείο]] τρόπο, θεϊκά<br /><b>αρχ.</b><br />με αυτοκρατορικό [[διάταγμα]].<br /><b>(II)</b><br />-ες (Α [[θειώδης]], -ῶδες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[θειάφι]] («θειώδους οσμῆς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θειαφιού, [[κίτρινος]] ή [[κιτρινοπράσινος]] («ἔχοντας [[θώρακας]] θειώδεις», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χημικός]] όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις του θείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[δυσώδης]], [[ζοφώδης]]). Με τη νεοελλ. [[σημασία]] η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>sulfureux]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[θειώδης]], -ῶδες (Μ)<br />[[θείος]] (Ι)]<br />αυτός που μοιάζει με τον θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θειωδώς</i> (AM, Α παπ. και θειώδως)<br />με [[θείο]] τρόπο, θεϊκά<br /><b>αρχ.</b><br />με αυτοκρατορικό [[διάταγμα]].<br /><b>(II)</b><br />-ες (Α [[θειώδης]], -ῶδες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[θειάφι]] («θειώδους οσμῆς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θειαφιού, [[κίτρινος]] ή [[κιτρινοπράσινος]] («ἔχοντας [[θώρακας]] θειώδεις», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χημικός]] όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις του θείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[δυσώδης]], [[ζοφώδης]]). Με τη νεοελλ. [[σημασία]] η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>sulfureux]]. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':qeièdhj 帖-哦得士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':安置(的)<br />'''字義溯源''':硫磺-似的,硫磺的;由([[θεῖον]])*=硫磺)與([[εἶδος]])=觀察)組成;而 ([[εἶδος]])出自([[οἶδα]])*=看見)<br />'''出現次數''':總共(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 硫磺(1) 啓9:17 | |sngr='''原文音譯''':qeièdhj 帖-哦得士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':安置(的)<br />'''字義溯源''':硫磺-似的,硫磺的;由([[θεῖον]])*=硫磺)與([[εἶδος]])=觀察)組成;而 ([[εἶδος]])出自([[οἶδα]])*=看見)<br />'''出現次數''':總共(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 硫磺(1) 啓9:17 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
(A), ες, (θεῖον A) A sulphureous, of waters, etc., Anon.Lond. 24.45, Antyll. ap. Orib.10.2.3, Archig. ap. Aët.3.167, Phlp.in Mete.7.5; ὀδμή Str.1.3.18. 2 of colour, yellow, θώρακες Apoc.9.17.
θειώδης (B), ες, (θεῖος A) A divine. Adv. -δως by Imperial decree, PMasp.451.42,56 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1192] ες, 1) schwefelartig, -farbig, μέταλλα, Paul. Sil. Therm. pyth. 20 u. a. Sp. – 2) göttlich, Sp., auch adv.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες:
sulfureux.
Étymologie: θεῖον², -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
θειώδης: цвета серы (θώρακες NT).
Greek (Liddell-Scott)
θειώδης: -ες, (θεῖον) ὅμοιος πρὸς θεῖον, Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην.
English (Strong)
from θεῖον and εἶδος; sulphur-like, i.e. sulphurous: brimstone.
English (Thayer)
θειωδες (from θεῖον brimstone (which see)), of brimstone, sulphurous: Lob. ad Phryn., p. 228; (Sophocles' Lexicon, under the word).
Greek Monolingual
(I)
θειώδης, -ῶδες (Μ)
θείος (Ι)]
αυτός που μοιάζει με τον θεό.
επίρρ...
θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως)
με θείο τρόπο, θεϊκά
αρχ.
με αυτοκρατορικό διάταγμα.
(II)
-ες (Α θειώδης, -ῶδες)
1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.)
2. αυτός που έχει το χρώμα του θειαφιού, κίτρινος ή κιτρινοπράσινος («ἔχοντας θώρακας θειώδεις», ΚΔ)
νεοελλ.
χημικός όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις του θείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + κατάλ. -ώδης (πρβλ. δυσώδης, ζοφώδης). Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sulfureux]].
Chinese
原文音譯:qeièdhj 帖-哦得士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:安置(的)
字義溯源:硫磺-似的,硫磺的;由(θεῖον)*=硫磺)與(εἶδος)=觀察)組成;而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 硫磺(1) 啓9:17