εὔπνοος: Difference between revisions

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>I.</b> qui laisse un libre passage à la respiration;<br /><b>II. 1</b> bon à respirer (air);<br /><b>2</b> bien aéré, bien exposé à l'air <i>ou</i> au vent;<br /><i>Cp.</i> εὐπνοώτερος <i>ou</i> εὐπνούστερος, <i>Sp.</i> εὐπνούστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πνέω]].
|btext=οος, οον;<br /><b>I.</b> qui laisse un libre passage à la respiration;<br /><b>II. 1</b> bon à respirer (air);<br /><b>2</b> bien aéré, bien exposé à l'air <i>ou</i> au vent;<br /><i>Cp.</i> εὐπνοώτερος <i>ou</i> εὐπνούστερος, <i>Sp.</i> εὐπνούστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πνέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπνοος:''' стяж. εὔ-πνους 2<br /><b class="num">1)</b> [[дающий свободный проход дыханию]] (μυκτῆρες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[открытый для чистого воздуха]], [[хорошо проветриваемый]] ([[οἰκία]] Arst.) или хорошо обвеваемый (τὰ τῶν ὀρνίθων σώματα εὐπνούστατα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> которым легко дышится, т. е. чистый ([[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[благоуханный]], [[душистый]] ([[ῥόδον]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπνοος:''' -ον, συνηρ. εὔ-πνους, -ουν· Επικ. ἐΰ-πνοος ([[πνέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναπνέει [[καλά]], αυτός που αποπνέει μια γλυκιά [[μυρωδιά]], αυτός που εκπέμπει [[ευωδία]], που ευωδιάζει, σε Μόσχ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα, Λατ. [[perflabilis]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὔπνοος:''' -ον, συνηρ. εὔ-πνους, -ουν· Επικ. ἐΰ-πνοος ([[πνέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναπνέει [[καλά]], αυτός που αποπνέει μια γλυκιά [[μυρωδιά]], αυτός που εκπέμπει [[ευωδία]], που ευωδιάζει, σε Μόσχ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα, Λατ. [[perflabilis]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπνοος:''' стяж. εὔ-πνους 2<br /><b class="num">1)</b> [[дающий свободный проход дыханию]] (μυκτῆρες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[открытый для чистого воздуха]], [[хорошо проветриваемый]] ([[οἰκία]] Arst.) или хорошо обвеваемый (τὰ τῶν ὀρνίθων σώματα εὐπνούστατα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> которым легко дышится, т. е. чистый ([[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[благоуханный]], [[душистый]] ([[ῥόδον]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 13:29, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπνοος Medium diacritics: εὔπνοος Low diacritics: εύπνοος Capitals: ΕΥΠΝΟΟΣ
Transliteration A: eúpnoos Transliteration B: eupnoos Transliteration C: eypnoos Beta Code: eu)/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. εὔ-πνους, ουν, Ep. ἐΰπνοος, (πνέω) A breathing well or freely, Hp.Prog.15, Epid.4.26 (Comp.), Max.Tyr. 30.6 (v.l. ἄϋπνος). 2 causal, making one breathe freely, relieving oppression of the breath, λουτρόν Hp.Acut.66. 3 sweet-smelling, λείρια Mosch.2.32; ῥόδον IG14.2040.3. II affording a free passage to the air, μυκτῆρες X.Eq.1.10 (Comp.); ὁ [περὶ τὴν κεφαλὴν] τόπος εὔ. Arist.PA653b2, cf. 673b23 (Sup.); κάλαμοι Longus 2.35; νεφέλαι εὔ. αὔραις Orph.H.21.6. 2 open to the winds, airy, οἰκία εὔπνους μὲν τοῦ θέρους, εὐήλιος δὲ τοῦ χειμῶνος Arist.Oec.1345a31; τόποι Id.Pr.869a34 (Comp.); δένδρα Thphr.CP1.15.4; τὸ εὔ. τοῦ τόπου Pl.Phdr.230c. III good to breathe, fresh and pure, of the air, Thphr.CP1.13.8, Str.3.2.13: Comp. εὐπνοώτερος X.l.c., Hp. Epid.4.26; also εὐπνούστερος ib.7.39, Arist.Pr.960b22, Gal.5.911: Sup. -ούστατος Arist.PA673b23.

German (Pape)

[Seite 1089] zsgzgn εὔπνους, ep. ἐΰπνοος (über εἴπνοες s. Lob. paralip. 1741, 1) gut, leicht athmend, μυκτῆρες εὐπνοώτεροι Xen. re equ. 1, 10. – 2) gut, leicht ausdünstend, Hippocr.; Arist. Probl. 2, 6 u. öfter; dah. λείρια, νάρκισσος, wohlduftend, Mosch. 2, 32. 65; ῥόδον Ep. ad. 711 (App. 287). – 3) gut zum Einathmen, ἀήρ Theophr.; Plut. Alez. 17 u. a. Sp. – 41 χωρίον, gut durchweht, lustig, Arist.; τὸ εὔπνουν τοῦ τόπ ου Plat. Phaedr. 230 c; νεφέλαι εὔπνοοι αὔραις Orph. H. 21, 6; gut wehend, πνοιαί h. 37, 27; δένδρα, dem Eindringen der Luft ausgesetzt, Theophr.; κάλαμοι, gut, leicht zu blasen, Lengin. 2, 35. Bei Hippocr. auch λουτρόν, die Ausdünstung befördernd. Compar. εὐπνοώτερος, Xen. a. a. O., gew. εὐπνούστερος, Arist. part. an. 3, 12 u. A.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
I. qui laisse un libre passage à la respiration;
II. 1 bon à respirer (air);
2 bien aéré, bien exposé à l'air ou au vent;
Cp. εὐπνοώτερος ou εὐπνούστερος, Sp. εὐπνούστατος.
Étymologie: εὖ, πνέω.

Russian (Dvoretsky)

εὔπνοος: стяж. εὔ-πνους 2
1) дающий свободный проход дыханию (μυκτῆρες Xen.);
2) открытый для чистого воздуха, хорошо проветриваемый (οἰκία Arst.) или хорошо обвеваемый (τὰ τῶν ὀρνίθων σώματα εὐπνούστατα Arst.);
3) которым легко дышится, т. е. чистый (ἀήρ Plut.);
4) благоуханный, душистый (ῥόδον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπνοος: -ον, συνῃρ. εὔπνους, ουν· Ἐπικ. ἐΰπνοος: (πνέω): ― ἀναπνέων καλῶς ἢ εὐκόλως, Ἱππ. Προγν. 41. 2) μεταβατικὸν ἐνεργείας, ὁ ποιῶν τινα νὰ πνέῃ ἐλευθέρως, ἀπαλλάσσων αὐτὸν τῆς δυσπνοίας, λουτρὸν Ἱππ. 395. 34. 3) ἐκπέμπων εὐωδίαν, εὐωδιάζων, λείρια Μόσχ. 2. 32· ῥόδον Ἀνθ. Π. παράρτ. 287. ΙΙ. παρέχων ἐλευθέραν εἰς τὸν ἀέρα δίοδον, Λατ. perflabilis, μυκτῆρες Ξεν. Ἱππ. 1, 10· ὁ περὶ τὴν κεφαλὴν τόπος εὔπνους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7. 19, πρβλ. 3. 12, 3· ἀπεπειράθη τῶν καλάμων εἰ εὖπνοι Λόγγος 2. 35. 2) εὐήνεμος, εὐάερος, οἰκία εὔπνους μὲν τοῦ θέρους, εὐήλιος δὲ τοῦ χειμῶνος Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 9· τόποι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 14, 7· δένδρα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4 τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου Πλάτ. Φαῖδρ. 230C. ΙΙΙ. καλὸς πρὸς ἀναπνοήν, δροσερὸς καὶ καθαρός, ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 8, Στράβ. 150: ― Συγκρ. εὐπνοώτερος, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἱππ. 1131G· ὡσαύτως εὐπνούστερος, Ἱππ. 1121Α, Ἀριστ., κλ.· Ὑπερθ. -ούστατος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 12, 3.

Greek Monotonic

εὔπνοος: -ον, συνηρ. εὔ-πνους, -ουν· Επικ. ἐΰ-πνοος (πνέω
I. αυτός που αναπνέει καλά, αυτός που αποπνέει μια γλυκιά μυρωδιά, αυτός που εκπέμπει ευωδία, που ευωδιάζει, σε Μόσχ., Ανθ.
II. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα, Λατ. perflabilis, σε Ξεν.