θεότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fabriqué par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[τεύχω]].
|btext=ος, ον :<br />fabriqué par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[τεύχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεότευκτος:''' [[созданный богами]] (πύργοι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεότευκτος:''' -ον, ο δημιουργημένος από τους θεούς, σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θεότευκτος:''' -ον, ο δημιουργημένος από τους θεούς, σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θεότευκτος:''' [[созданный богами]] (πύργοι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θεό-τευκτος, ον<br />made by God, Anth.
|mdlsjtxt=θεό-τευκτος, ον<br />made by God, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεότευκτος Medium diacritics: θεότευκτος Low diacritics: θεότευκτος Capitals: ΘΕΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: theóteuktos Transliteration B: theoteuktos Transliteration C: theotefktos Beta Code: qeo/teuktos

English (LSJ)

ον, made by God, πύργοι Simm. 25, cf. Doroth. ap. Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 1198] von Gott gemacht, Simm. (XV, 22).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué par la divinité.
Étymologie: θεός, τεύχω.

Russian (Dvoretsky)

θεότευκτος: созданный богами (πύργοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θεότευκτος: -ον, θεοκατασκεύαστος, πύργος Ἀνθ. Π. 15. 22· πλάκες (ὁ δεκάλογος) Γρηγ. Νυσσ. 1. 272.

Greek Monolingual

θεότευκτος, -ον (AM)
κατασκευασμένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν-επί-τευκτος, νεό-τευκτος].

Greek Monotonic

θεότευκτος: -ον, ο δημιουργημένος από τους θεούς, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θεό-τευκτος, ον
made by God, Anth.