θύμωμα: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />mouvement de colère, colère.<br />'''Étymologie:''' [[θυμόω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />mouvement de colère, colère.<br />'''Étymologie:''' [[θυμόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θύμωμα:''' ατος (ῡ) τό гнев, злоба (ἐμμανεῖς θυμώμασιν Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θύμωμα:''' [ῡ], -ατος, τό ([[θυμόω]]), [[οργή]], [[πάθος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''θύμωμα:''' [ῡ], -ατος, τό ([[θυμόω]]), [[οργή]], [[πάθος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θύ¯μωμα, ατος, τό, [[θυμόω]]<br />[[wrath]], [[passion]], Aesch. | |mdlsjtxt=θύ¯μωμα, ατος, τό, [[θυμόω]]<br />[[wrath]], [[passion]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], ατος, τό, wrath, passion, A.Eu.860(pl.); θ. τὸ πόντου Epigr.Gr.339.6 (Cyzicus).
German (Pape)
[Seite 1225] τό, der Zorn, Aesch. Eum. 822.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mouvement de colère, colère.
Étymologie: θυμόω.
Russian (Dvoretsky)
θύμωμα: ατος (ῡ) τό гнев, злоба (ἐμμανεῖς θυμώμασιν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θύμωμα: ῡ, τό, ὡς καὶ νῦν, ὀργή, πάθος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 860, ἐν τῷ πληθ. (ἴδε ἄοινος)· θ. τὸ πόντου Συλλ. Ἐπιγρ. 3685 6.
Greek Monolingual
(I)
το (Α θύμωμα) [[[θυμώ]] (I)]
η οργή, ο θυμός.
(II)
το
ιατρ. σπάνιος πρωτοπαθής όγκος του θύμου αδένα που θεωρείται πάντοτε κλινικώς κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymoma < thymo- (πρβλ. θύμος) + -ma κατά τα ελλ. μεταρρηματικά παρ. σε -μα (πρβλ. αγαλλίαμα, εξόγκωμα)].
Greek Monotonic
θύμωμα: [ῡ], -ατος, τό (θυμόω), οργή, πάθος, σε Αισχύλ.