θυροκόπος: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui frappe aux portes, mendiant.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]], [[κόπτω]].
|btext=ος, ον :<br />qui frappe aux portes, mendiant.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]], [[κόπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῠροκόπος:''' досл. стучащийся в дверь, перен. просящий подаяния Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠροκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που κρούει τη [[θύρα]], ο [[ζητιάνος]], αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θῠροκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που κρούει τη [[θύρα]], ο [[ζητιάνος]], αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠροκόπος:''' досл. стучащийся в дверь, перен. просящий подаяния Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῠρο-[[κόπος]], ον [[κόπτω]]<br />knocking at the [[door]], [[begging]], Aesch.
|mdlsjtxt=θῠρο-[[κόπος]], ον [[κόπτω]]<br />knocking at the [[door]], [[begging]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠροκόπος Medium diacritics: θυροκόπος Low diacritics: θυροκόπος Capitals: ΘΥΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: thyrokópos Transliteration B: thyrokopos Transliteration C: thyrokopos Beta Code: quroko/pos

English (LSJ)

(parox.), ον, knocking at the door, begging, ψευδόμαντις A.Ag.1195.

German (Pape)

[Seite 1227] an die Thür klopfend, bettelnd, Aesch. Ag. 1168; vgl. B. A. 42, 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe aux portes, mendiant.
Étymologie: θύρα, κόπτω.

Russian (Dvoretsky)

θῠροκόπος: досл. стучащийся в дверь, перен. просящий подаяния Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

θῠροκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κτυπῶν τὴν θύραν, ἐπαίτης, ψωμοζήτης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195.

Greek Monolingual

θυροκόπος, -ον (Α)
αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο επαίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ηλοκόπος, ξυλοκόπος.

Greek Monotonic

θῠροκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που κρούει τη θύρα, ο ζητιάνος, αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θῠρο-κόπος, ον κόπτω
knocking at the door, begging, Aesch.