καμηλίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chamelier.<br />'''Étymologie:''' [[κάμηλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />chamelier.<br />'''Étymologie:''' [[κάμηλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰμηλίτης:''' ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμηλίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί καμήλες, [[καμηλιέρης]] («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που καβαλικεύει [[καμήλα]], που επιβαίνει σε [[καμήλα]]<br /><b>3.</b> [[καμηλέμπορος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[καμηλίτης]] βοῦς» — άγριο [[βόδι]], [[βόαγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[αμαξίτης]], [[θαλασσίτης]])].
|mltxt=[[καμηλίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί καμήλες, [[καμηλιέρης]] («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που καβαλικεύει [[καμήλα]], που επιβαίνει σε [[καμήλα]]<br /><b>3.</b> [[καμηλέμπορος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[καμηλίτης]] βοῦς» — άγριο [[βόδι]], [[βόαγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[αμαξίτης]], [[θαλασσίτης]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰμηλίτης:''' ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx=Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: [[kameeldrijver]], [[kameeldrijfster]]; French: [[chamelier]], chamelière; German: [[Kameltreiber]], [[Kameltreiberin]]; Ancient Greek: [[καμηλάτης]], [[καμηλάριος]], [[καμηλίτης]]; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare
|trtx=Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: [[kameeldrijver]], [[kameeldrijfster]]; French: [[chamelier]], chamelière; German: [[Kameltreiber]], [[Kameltreiberin]]; Ancient Greek: [[καμηλάτης]], [[καμηλάριος]], [[καμηλίτης]]; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλίτης Medium diacritics: καμηλίτης Low diacritics: καμηλίτης Capitals: ΚΑΜΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kamēlítēs Transliteration B: kamēlitēs Transliteration C: kamilitis Beta Code: kamhli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A camel driver, Arist.HA630b35, POxy.710.4 (ii B.C.), etc.; camel rider, Hld.10.5, Hdn.4.15.2. 2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27. II καμηλίτης βοῦς, prob. buffalo, Suid.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chamelier.
Étymologie: κάμηλος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμηλίτης: ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλίτης: ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, καμηλάριος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, καμηλοβάτης, Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - ὡσαύτως καμηλέμπορος, Στράβ. 39, 748. 2) καμ. βοῦς, πιθανῶς ὁ βόαγρος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

καμηλίτης, ὁ (Α)
1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.)
2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα
3. καμηλέμπορος
4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῦς» — άγριο βόδι, βόαγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ίτης (πρβλ. αμαξίτης, θαλασσίτης)].

Translations

Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: kameeldrijver, kameeldrijfster; French: chamelier, chamelière; German: Kameltreiber, Kameltreiberin; Ancient Greek: καμηλάτης, καμηλάριος, καμηλίτης; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare