λαχνώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />chevelu ; couvert de végétation.<br />'''Étymologie:''' [[λάχνη]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />chevelu ; couvert de végétation.<br />'''Étymologie:''' [[λάχνη]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''λαχνώδης:''' [[заросший]], [[поросший]]: [[οὖδας]] χλόης λαχνῶδες Eur. покрытый растительностью (цветущий) луг.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαχνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), = [[λαχνήεις]], [[χνουδωτός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λαχνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), = [[λαχνήεις]], [[χνουδωτός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαχνώδης:''' [[заросший]], [[поросший]]: [[οὖδας]] χλόης λαχνῶδες Eur. покрытый растительностью (цветущий) луг.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λαχνώδης]], ες [[εἶδος]] = [[λαχνήεις]]<br />[[downy]], Eur.
|mdlsjtxt=[[λαχνώδης]], ες [[εἶδος]] = [[λαχνήεις]]<br />[[downy]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχνώδης Medium diacritics: λαχνώδης Low diacritics: λαχνώδης Capitals: ΛΑΧΝΩΔΗΣ
Transliteration A: lachnṓdēs Transliteration B: lachnōdēs Transliteration C: lachnodis Beta Code: laxnw/dhs

English (LSJ)

ες, = λαχνήεις, λαχνῶδες οὖδας χλόης = the ground downy with grass, E.Cyc.541; gloss on v.l. ἔγχνοα in Nic.Th.762.

German (Pape)

[Seite 20] ες, wie λαχνήεις, übertr. von Pflanzen, λαχνῶδες οὖδας ἀνθηρᾶς χλόης, Eur. Cycl. 539, vom ersten, zarten Grase des Frühlings; Schol. Nic. Ther. 762 erkl. ἔγχνοα durch λαχνώδη.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
chevelu ; couvert de végétation.
Étymologie: λάχνη, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

λαχνώδης: заросший, поросший: οὖδας χλόης λαχνῶδες Eur. покрытый растительностью (цветущий) луг.

Greek (Liddell-Scott)

λαχνώδης: -ες, (εἶδος) = λαχνήεις, οὖδας χλόης λαχνῶδες, τὸ ἔδαφος χνοῶδες ἐκ τῆς χλόης, Εὐρ. Κύκλ. 541.

Greek Monolingual

λαχνώδης, -ώδες (Α) λάχνη
χνουδωτός.

Greek Monotonic

λαχνώδης: -ες (εἶδος), = λαχνήεις, χνουδωτός, σε Ευρ.

Middle Liddell

λαχνώδης, ες εἶδος = λαχνήεις
downy, Eur.